«Δέλτα» (Δ) του Δελφικού Δεσμού των Ελλήνων
Στη σελίδα 181 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Επειδή όμως και με τη φωνή και τη γλώσσα και το στόμα θέλουμε να φανερώσουμε κάτι, άραγε ό,τι προέρχεται από αυτά δεν θα φανερώνει αυτά, αφού με τα μέσα τούτα μιμούμαστε τα όντα;».
Εάν ο λόγος που γράφουμε το γράμμα «όμικρον» (Ο) όπως το γράφουμε, είναι διότι τα χείλη μας όταν το προφέρουν, προβάλλουν λίγο προς τα έξω σχηματίζοντας κύκλο, ενώ όταν προφέρουμε το γράμμα «θήτα» (Θ), τότε συμμετέχει και η γλώσσα τέμνοντας τον «κύκλο», αναλόγοι λόγοι ίσως να συνετέλεσαν για να γράφουμε και το γράμμα «δέλτα» (Δ), «άλφα» (Α), «λάβδα» (Λ) όπως τα γράφουμε.
Όταν προφέρουμε το γράμμα «άλφα» (Α), τα χείλη μας αντί να σχηματίζουν π.χ. κύκλο όπως όταν προφέρουμε το γράμμα «όμικρον» (Ο), τα άνω χείλη μας σχηματίζουν Λάβδα με την γλώσσα να διακρίνεται στο βάθος και να φαίνεται ότι «τέμνει» λίγο το Λάβδα των άνω χειλέων σχηματίζοντας το γράμμα «άλφα» (Α), ενώ όταν προφέρουμε το γράμμα «λάβδα» (Λ), τα άνω χείλη μας σχηματίζουν το γράμμα «λάβδα» (Λ) με το ακρινό μέρος της γλώσσας να «εξαφανίζεται» οπτικά και να αγγίζει πάνω στον ουρανίσκο. Όταν προφέρουμε το γράμμα «δέλτα» (Δ), τα χείλη μας σχηματίζουν Λάβδα με την γλώσσα σε αντίθεση με το «άλφα» (Α) και το «λάβδα» (Λ) να συμμετέχει ξεκάθαρα και να κλείνει το Λάβδα σχηματίζοντας το γράμμα «Δέλτα» (Δ). Προφέροντας δηλαδή το γράμμα «δέλτα» (Δ) δένουν τα δόντια με την γλώσσα, κάτι το οποίο στη γραφή του γράμματος αυτού φαίνεται από τον δεσμό των γραμμών Δ σε αντίθεση με τον τρόπο γραφής του ανοικτού Άλφα (Α) και του ανοικτού Λάβδα (Λ). Δεν ξέρω κατά πόσον αυτές οι υποθέσεις μου γλωσσολογικά είναι ορθές. Ταιριάζουν όμως, τουλάχιστον όσον αφορά την προφορά και την γραφή των κεφαλαίων γραμμάτων, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαιότεροι Έλληνες. Τα μικρά γράμματα δημιουργήθηκαν αργότερα.
Ένα σημαντικό γράμμα της Ελληνικής Γλώσσας του οποίου την σημασία ερμηνεύει λακωνικά μεν αλλά αρκετά ικανοποιητικά ο Σοφός Φιλόσοφος Σωκράτης, είναι το γράμμα «δέλτα» (Δ).
Στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Επειδή με το δέλτα η γλώσσα πιέζεται ενώ με το ταυ αντιστέκεται, φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμη τους χρήσιμη για τη δήλωση του «δεσμού» και της «στάσεως».» Ενώ στη σελίδα 157 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την δήλωση του δεσμού που έχει η δύναμη του γράμματος «δέλτα» (Δ), αναφέροντας μεταξύ άλλων τα εξής: «…Το τι είναι η κακή κίνηση, νομίζω ότι το φανερώνει και η «δειλία»… Δειλία της ψυχής λοιπόν σημαίνει πολύ δυνατό δεσμό, γιατί το «λίαν» φανερώνει δύναμη. «Δεσμός» λοιπόν της ψυχής ο «λίαν» (ισχυρότερος) και ο σπουδαιότερος είναι η δειλία, …»
Στις σελίδες 175 και 177 ο Ερμογένης ρωτά τον Σωκράτην τα εξής: «… Αν όμως κάποιος ρωτούσε για το «ιόν» (κινούμενο) και το «ρέον» (μεταβαλλόμενο) και το «δουν» (αυτό που δένει), ποια είναι η ορθότητα των ονομάτων αυτών;» και ο Σωκράτης μεταξύ άλλων λέει τα εξής: «Το γεγονός ότι λέμε σχετικά με αυτό που δεν ξέρουμε πως είναι βαρβαρικό. Ίσως λοιπόν κάποιο από αυτά είναι τέτοιο, ίσως πάλι από την πάροδο του χρόνου τα αρχικά ονόματα έχουν γίνει δύσκολα να βρεθούν…»
Εάν η υπόθεση μου για τον τρόπο που προέκυψε το γράμμα «δέλτα» (Δ) είναι ορθή, τότε μία από τις σημαντικότερες πρώτες λέξεις που γεννήθηκαν στην συνέχεια ίσως είναι η λέξη «οδών», για την οποία το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου γράφει τα εξής: «οδών, ο (θεμ. εδ- του έδω = τρώγω) (αττικός τύπος οδούς), … = το δόντι». Εάν όμως το γράμμα «δέλτα» (Δ), προέκυψε λόγω του δεσμού που δημιουργείται μεταξύ των δοντιών και της γλώσσας όταν προφέρουμε το γράμμα «δέλτα» (Δ), είναι λογικό να υποθέσει κάποιος ότι η λέξη «οδών» η «οδούς» ίσως προηγήθηκε της λέξης «έδω» που σημαίνει μεταξύ άλλων τρώγω.
Στην αντίπερα όχθη υπέρ της άποψης του «ομηρικού λεξικού», ότι η λέξη «οδών» προέκυψε από την λέξη «έδω», συνηγορεί η χριστιανική απάντηση στο φιλοσοφικό ερώτημα: «Τι έγινε πρώτο, το αυγό ή η κότα;» Όπως σε εκείνο το δίλημμα ένας Χριστιανός απαντά, ότι πρώτη έγινε η κότα διότι ο Θεός δημιούργησε πουλιά και όχι αυγά, με ανάλογο τρόπο μπορεί να ισχυριστεί κάποιος, ότι οι Πρωτόγονοι άνθρωποι αισθάνθηκαν την ανάγκη να δημιουργήσουν λέξη πρώτα για το τρώγω («έδω») και στην συνέχεια για το εργαλείο («οδών» ή «οδούς»).
Ίσως ακόμα προγενέστερες λέξεις και από τις λέξεις «οδών», «οδούς» και «έδω» να είναι οι λέξεις «οδάξ» που σημαίνει «δαγκάνοντας», «με τα δόντια» και «δάκνω» που σημαίνει μεταξύ άλλων «δαγκάνω».
Με βάση την ερμηνεία των γραμμάτων όπως την παρέδωσε ο Σωκράτης, το γράμμα «όμικρον» (Ο) στις λέξεις «οδών», «οδούς» και «οδάξ» ίσως συμβολίζει την στοματική κοιλότητα. Στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Στο «γογγύλο» (στρογγυλό), επειδή χρειαζόταν το ο, αυτό πιο πολύ χρησιμοποίησε.» Το γράμμα «δέλτα» (Δ) στις λέξεις «έδω», «οδών», «οδούς», «οδάξ» και «δάκνω» ίσως συμβολίζει τον δεσμό των δοντιών (σιαγόνων) την ώρα που τρώμε, ενώ το γράμμα «νυ» (Ν) της λέξης «δάκνω», ίσως να συμβολίζει τα διαδραματιζόμενα εντός της στοματικής κοιλότητας. Λέει ο Σωκράτης σχετικά στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος», «…με το νι, ονόμασε με τούτο το «ένδον» και το «εντός», σαν να ήθελε με τα γράμματα να μιμηθεί τις ενέργειες…».
Στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Επειδή με το δέλτα η γλώσσα πιέζεται… φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμή τους χρήσιμη για τη δήλωση του «δεσμού»…»
Σε αρκετές λέξεις που περιέχουν το γράμμα «δέλτα» (Δ) είναι εμφανής η δήλωση του δεσμού. Κάποιες χαρακτηριστικές προομηρικές λέξεις είναι οι εξής:
δεσμός = δεσμός, καθετί που συσφίγγει και συγκρατεί δεμένο, συνήθως σχοινί
δέω = δένω, δεσμεύω
δούλη = δούλη, σκλάβα
δούλιος-η-ον = ο της δουλείας
δούλειος-η-ον = δουλικός
δουλοσύνη = η δουλεία, η σκλαβιά
Το γράμμα «δέλτα» (Δ) του δεσμού, υπάρχει και στην επίσης προομηρική λέξη «ανδράποδον» που σημαίνει ο δούλος, ο σκλάβος.
δμώς = δούλος
Δολίος= Πιστός υπηρέτης της Πηνελόπης
δράω = υπηρετώ
δρήστειρα = η υπηρέτρια, η υπηρετούσα
δρηστήρ = ο υπηρέτης
Η δήλωση του δεσμού σε λέξεις που περιέχουν το γράμμα «δέλτα» (Δ), επεκτείνεται και σε λέξεις που υποδηλούν κοινωνικό δεσμό, όπως π.χ. δήμος = χώρα κατανεμημένη, χώρα, επικράτεια, κτήμα κοινότητας, κοινότητα, δήμος, το πλήθος.
Η δήλωση του δεσμού σε λέξεις που περιέχουν το γράμμα «δέλτα» (Δ), ίσως επεκτείνεται και σε λέξεις που υποδηλούν συγγενικό δεσμό όπως π.χ.
δαήρ = ο κουνιάδος της γυναίκας, ο αντραδερφός
δάμαρ = σύζυγος
αδελφεός (α αθρ. + δελφύς = μήτρα) = αδελφός
Από την λέξη «δελφύς» που σημαίνει μήτρα, ίσως προέκυψαν και οι Δελφοί. Το γράμμα «δέλτα» (Δ) της Ελληνικής Ομοσπονδίας των Δελφών, ίσως συμβολίζει τον Δεσμό του Ελληνικού Όμαιμου, Ομόγλωσσου, Ομότροπου, Ομόδοξου.
Το γράμμα «δέλτα» (Δ) ίσως υποδηλοί και φυλετικό δεσμό μεταξύ των Πρωτοελληνικών Φύλων. Δωριείς, Δαναοί, Δαρδάνιοι, Δρύωπες…
«Δωριείς: Η φυλή των Δωριέων. Μια από τις τέσσερις φυλές του ελληνικού έθνους…»
«Δαναοί: Εθνικό όνομα των Αργείων στους ηρωϊκούς χρόνους». Και συνεχίζει το εξαιρετικό «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου γράφοντας το εξής: «Με το όνομα αυτό καλούνται και όλοι οι Έλληνες που πήραν μέρος στην Τρωϊκή εκστρατεία». Με την τελευταία αυτή πρόταση του «ομηρικού λεξικού» διαφωνώ, διότι… διαβάζοντας π.χ. στην ίδια σελίδα, ακριβώς απέναντι στην διπλανή στήλη για τον «Δάρδανον», βγάζουμε το συμπέρασμα ότι και οι Τρώες ήσαν Έλληνες (Πρωτοέλληνες). Κατά συνέπεια αυτό που συνέβηκε γύρω στο 1200 π.Χ. δεν ήταν μια εκστρατεία των Ελλήνων κατά των βαρβάρων, αλλά ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Πρωτοελληνικών Φύλων, εκ των οποίων, οι Τρώες ενισχύθηκαν από κάποιους βαρβαρόφωνους Πρωτοέλληνες, όπως π.χ. βαρβαρόφωνοι είναι σήμερα και οι Έλληνες της Τσάλκας στη Γεωργία… Γράφει για τον «Δάρδανον» το «ομηρικό λεξικό»: «Δάρδανος: Γιος του Δία και της Ηλέκτρας, θυγατέρας του Άτλαντα, βασιλιά της Αρκαδίας. Όταν έγινε ένας τρομακτικός κατακλυσμός που σκέπασε όλη σχεδόν την Αρκαδία*,
Σημ.*: Εκτός από την ίδια την Αρκαδία (Κιβωτό του Δία). Σύμφωνα με τα ενημερωτικά έντυπα που εκδίδει η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αρκαδίας για τον Πανέμορφο αυτό νομό, η λέξη «Αρκαδία» σημαίνει κιβωτός του Δία. Σύμφωνα με το «ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ» των Henry G. Liddell – Robert Scott «άρκη, η, το Λατ. arca, θήκη, λάρναξ, κιβωτός, Συλλ. Επιγρ. 3484.». Με τη βοήθεια της ερμηνείας των γραμμάτων (κάποιων γραμμάτων) όπως την παρουσίασε ο Σωκράτης και αν η υπόθεση μου για το γράμμα «κάππα» (Κ) είναι ορθή, το πρώτο συνθετικό του ονόματος «Αρκαδία», το «αρκα» δηλαδή, σημαίνει αυτό (ή αυτή την τοποθεσία) που μπορεί να εμποδίσει την μεγάλη ροή (βροχή, πλημμύρα). Η ορεινή περιοχή της Αρκαδίας ήταν ένα καταφύγιο (κιβωτός σωτηρίας) για τους κατοίκους της εύφορης Ήλιδας … όταν οι πεδινές εκείνες περιοχές μαστίζονταν κατά καιρούς από Κατακλυσμούς, που είχαν σαν αποτέλεσμα να πλημμυρίζουν ποτάμια, όπως π.χ. ο Αλφειός (Ρουφιάς… της ροής) και να απειλούνται ανθρώπινες ζωές. Ως εκ τούτου το πρώτο συνθετικό («Αρκα-») του ονόματος Αρκαδία ίσως προέκυψε από το προομηρικό ρήμα «αρκέω» που μεταξύ άλλων σημαίνει προφυλάττω, προστατεύω. Το όνομα «Αρκάς» (ο κάτοικος της Αρκαδίας) ίσως προέκυψε από την προομηρική λέξη «άρκιος» που μεταξύ άλλων σημαίνει ασφαλής, μια και η Αρκαδία είναι λόγω του ορεινού εδάφους της ιδανικόν άρκος (αμυντήριον)… Η πανέμορφη «Αρκαδία» πήρε το όνομα της από τον Δία, διότι σύμφωνα με μια μυθολογική παραλλαγή, η Κρητέα, όπου γεννήθηκε ο Δίας, δεν είναι το νησί της Κρήτης αλλά μια περιοχή του Λυκαίου όρους.
Εάν η υπόθεσή μου για το γράμμα «κάππα» είναι ορθή, τότε και στην λέξη «Κρητέα» έχουμε το γράμμα «κάππα» που μπορεί να εμποδίσει λόγω υψομέτρου τη ροή των κατακλυσμιαίων πλημυρών.
Στην ευρύτερη περιοχή βρίσκεται και η όμορφη «Καρύταινα», μια κωμόπολη, ή μάλλον ένα μεγάλο χωριό (και αυτό δυστυχώς ουσιαστικά μόνο όσον αφορά τον αριθμό των σπιτιών και όχι των κατοίκων). Το πρώτο συνθετικό του ονόματος της ίσως προέρχεται από την προομηρική λέξη «κάρη» που σημαίνει η κεφαλή, η άκρη, το χείλος, η κορυφή πράγματος και το απέκτησε επειδή είναι κτισμένη σε κορυφή βουνού.
Ταυτόχρονα με την βοήθεια της ερμηνείας των γραμμάτων, όπως την έδωσε ο Σωκράτης και αν η υπόθεση μου για το γράμμα «κάππα» είναι ορθή, η λέξη «κάρη» σημαίνει αυτό (ή αυτή την τοποθεσία) που μπορεί να εμποδίσει (Κ) (και να προστατεύσει) από μια μεγάλη (Α) σε μήκος (Η) ροή (Ρ) νερού. Το μεγάλο υψόμετρο που είναι κτισμένη η Καρύταινα, την προστάτευε από κατακλυσμούς αλλά και από την υπερχείλιση, τόσο του Αλφειού ποταμού όσο και του πανέμορφου Λούσιου, ο οποίος ρέει μέσα σε ένα τοπίο Εξαιρετικότατου Θεϊκού Κάλλους και πήρε το όνομά Λούσιος, επειδή στο ποτάμι αυτό, έλουσαν Νύμφες τον Δία όταν ήταν βρέφος.
αναγκάστηκε μαζί με τον αδερφό του Ιασίωνα και άλλους Αρκάδες να φύγουν… Αργότερα ο Δάρδανος εγκαταστάθηκε στην απέναντι Μικρασιατική ακτή, όπου νυμφεύθηκε τη θυγατέρα του βασιλιά Τεύκρου, τη Βάτεια ή Αρίσβη κι έκτισε πόλη που ονομάστηκε Δάρδανος. Από τη Βάτεια απέκτησε δύο παιδιά: τον Ίλο, που πέθανε άτεκνος, και τον Εριχθόνιο, τον πατέρα του Τρώα, βασιλιά των Τρώων.» Κατά συνέπεια Πρωτοελληνικό Φύλο (Έλληνες δηλαδή) και οι Τρώες.
«Δαρδάνιοι: οι κάτοικοι της Δαρδανίης, συγγενείς των κατοίκων του Ιλίου. Αυτοί φέρονται και με το όνομα Τρώες».
Από το όνομα «Δάρδανος» πήραν το όνομα και τα στενά των Δαρδανελλίων. Ελληνικότατη λέξη και όχι τουρκική όπως κάποιοι νομίζουν. Χαρακτηριστικότερο γράμμα των εκ του Δαρδάνου Δαρδανελλίων* είναι το ρω της ροής (των στενών). Κατά συνέπεια Δαναοί δεν είναι «όλοι οι Έλληνες που πήραν μέρος στην Τρωϊκή εκστρατεία», όπως αναφέρεται στο «ομηρικό λεξικό», αλλά ο δεσμός (συνασπισμός) εκείνων των Πρωτοελληνικών Φύλων που έλαβαν μέρος στον Πρωτοελληνικόν Εμφύλιο πόλεμο κατά των Πρωτοελλήνων Δαρδάνων.
Η ιστορική αναφορά της καταγωγής του Τρώα από τον Δάρδανον, αποδεικνύει την στον Εμφύλιον Πόλεμο της Τροίας, εκτός από την Ομόγλωσση, την Ομότροπη, την Ομόδοξη και την του Όμαιμου συμμετοχή.
Σημ.*: Μήπως συγγενική με την Ελληνικότατη και μάλιστα με Προομηρική ρίζα, λέξη «Δαρδανέλλια» είναι και η «τουρκική» λέξη «Δερβενάκια»; (που σημαίνει μικρά στενά σε αντιδιαστολή με τα μεγάλα στενά - Δερβένια – π.χ. των Μεγάρων …). Το προομηρικό ρήμα «βαίνω» σημαίνει μεταξύ άλλων, πατώ το πόδι για να πάγω, ξεκινώ, κίνησα και είμαι στο δρόμο, προχωρώ, ενώ το προομηρικό ρήμα «διαβαίνω» σημαίνει μεταξύ άλλων διαβαίνω, περνώ.
Ο υπεύθυνος των στενών ονομαζόταν «δερβέναγας». Το δεύτερο συνθετικό της λέξης, όπως γενικά και η ίδια η «τουρκική» λέξη «αγάς», ίσως προέκυψε από την επίσης Ελληνικότατη και μάλιστα Προομηρική λέξη «άγω» που σημαίνει μεταξύ άλλων, οδηγώ, φέρω, φέρω μαζί μου. Η προομηρική λέξη «άγω» όμως, σημαίνει, επίσης «τοποθετώ», «αναφέρω», «διευθύνω», κατά συνέπεια από εδώ ίσως προέκυψε και η «τουρκική» λέξη «κεχαγιάς» που σημαίνει «τοποτηρητής». Από την ίδια την προομηρική λέξη «άγω», ίσως προέκυψαν και οι λέξεις «αγυιά», «αγωγιάτης»… αλλά ακόμα και «Άγιος» με την σημασία του Πνευματικού Οδηγού. (Η λέξη «άγιος» σύμφωνα με το «ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ» των Henry G. Liddell – Robert Scott προέκυψε από το «άγος»)
Εκτός από την λέξη «δειλία» που σύμφωνα με τον Σωκράτην στη σελίδα 157 του βιβλίου «Κρατύλος», φανερώνει δεσμό της ψυχής, υπάρχει ακόμα μία τουλάχιστον προομηρική λέξη που αρχίζει από το γράμμα «δέλτα» (Δ), το οποίο συμβολίζει τον δεσμό… της ψυχής του δειλού και είναι η λέξη «δειδήμων».
Στην προομηρική λέξη «δόλος» που σημαίνει μεταξύ άλλων, δόλος, πανουργία, δόλωμα*
Σημ.*: Κατά συνέπεια η σημερινή λέξη δόλωμα, όπως ονομάζουμε σήμερα την τροφή που βάζουμε για να ψαρέψουμε, προέκυψε μάλλον από την προομηρική λέξη «δόλος» που σημαίνει, δόλος, πανουργία…
δεν είναι εμφανέστατη η σημασία του δεσμού του γράμματος «δέλτα» (Δ). Η προομηρική λέξη «δόλος» όμως, σημαίνει και παγίδα.
Στο όνομα «Δαίδαλος» είναι εμφανής η ρίζα «άλη» που περιγράφει την επιτυχημένη πτήση που πραγματοποίησε ο Δαίδαλος (με τη βοήθεια της δύναμης της δήλωσης του Δεσμού του «δέλτα» (Δ), σε αντίθεση με τον Ίκαρο, στου οποίου το όνομα, το γράμμα «κάππα» (Κ), εάν είναι ορθή η υπόθεση μου, συμβολίζει την ανεπιτυχή ροή-κίνηση (πτήση).
Το μεγαλείο του γράμματος «δέλτα» (Δ) και της σημασίας του, του «δεσμού», σύμφωνα με τον Σωκράτην («Κρατύλος» σελ. 193), βρίσκεται στη λέξη «Δίας». Στη σελίδα 101 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σοφός Σωκράτης λέει τα εξής: «Φαίνεται όμως ότι και το όνομα του αναφερόμενου ως πατέρα του Δία, έχει αποδοθεί ωραιότατα. Δεν είναι πάντως εύκολο να το καταλάβουμε. Το όνομα του Δία δηλαδή είναι σαν λόγος, τον οποίο αφού διαιρέσαμε σε δύο μέρη, χρησιμοποιούμε οι μεν το ένα μέρος του και οι δε το άλλο – άλλοι τον ονομάζουν «Ζήνα» και άλλοι «Δία». Αν αυτά συντεθούν σ’ ένα όνομα, φανερώνουν τη φύση του θεού, και, όπως παραδεχόμαστε, ταιριάζει στο όνομα και το ολοκληρώνει. Γιατί και για μας και για όλα τα όντα αυτός είναι ο αίτιος για τη ζωή ή ο άρχων και βασιλεύς του σύμπαντος. Συμβαίνει λοιπόν να ονομάζεται σωστά ο θεός τούτος, γιατί εξαιτίας του έχουν το «ζην» όλα τα ζωντανά όντα. Το όνομά του, λοιπόν, ενώ ήταν ενιαίο, διαιρέθηκε, όπως είπα, διττά, «Δίας» και «Ζήνας».»
Σημ.*: Στις 13.5.2011 συνόδευσα τον Τάκην Αριστείδου σε κάποια κλινική στη Λεμεσό όπου έπρεπε να υποβληθεί σε βρογχοσκόπηση, είχα μαζί μου τον «Κρατύλο» και συζητούσαμε μέχρι να έρθει η σειρά του. Όταν τελείωσαν με την επέμβαση, τον έφεραν όπως τον πήραν, με το κρεβάτι στο θάλαμο. Είχε ξυπνήσει από την νάρκωση λίγα μόλις λεπτά προηγουμένως. Η συζήτηση ξανάρχισε σχεδόν αμέσως και μόλις του ανέφερα κάτι για τον Δία – Ζήνα μου απάντησε… «αζίνα». Ίσως έχει δίκαιο. Η κυπριακή λέξη «αζίνα» που σημαίνει σπίθα ίσως προέκυψε από τον Δία-Ζήνα (όπως και οι λέξεις «άζω» που σημαίνει αποξηραίνω και «άζα» που σημαίνει θερμότης αλλά ακόμα ίσως και η λέξη «βράζω» που σημαίνει «ροή θερμότητας»).
Τα ονόματα λοιπόν «Δίας» και «Ζήνας» σημαίνει αυτός που «δίδει» (Δίας) την «ζωή» (Ζεύς). Στην Κυπριακή Τοπολαλιά θα το λέγαμε «αυτός που διά (Δίας) την ζωή (Ζεύς)».
Ίσως από τον Δία-Ζήνα που δίδει το ζην, την ζωή δηλαδή, («… γιατί εξαιτίας του έχουν το «ζην» όλα τα ζωντανά όντα», όπως λέει ο Σωκράτης, «Κρατύλος» σελ. 101, εμπνεύστηκε κάποιος Χριστιανός υμνογράφος το «Ζωοδότα Χριστέ».
Στη σελίδα 167 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σοφός Σωκράτης λέει τα εξής: «… Γνωρίζεις πως οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν πολύ το γιώτα και το δέλτα… Σήμερα λοιπόν αντί του γιώτα είναι σε χρήση το ήτα ή το ε και αντί του δέλτα το ζήτα, σαν τάχα μεγαλοπρεπέστερα.»
Σύμφωνα με αυτά που λέει ο Σωκράτης, το όνομα του Θεού «Ζεύς», ίσως είναι μεταγενέστερο του ονόματος «Δίας», από το οποίο και ίσως προέκυψε ως εξής:
Αντί του Δέλτα (Δ) → Ζήτα (Ζ) «… σαν τάχα μεγαλοπρεπέστερα.»
(«Κρατύλος», σελ. 167)
Αντί του Ιώτα (Ι) → Έψιλον (Ε) «… σαν τάχα μεγαλοπρεπέστερα.»
(«Κρατύλος», σελ. 167)
Αντί του Άλφα (Α) → Ύψιλον (Υ) π.χ. χάρην ευφωνίας ή με την σημασία του «υπέρ»,
σαν υπέρ παντός ονόματος
Και το Σίγμα (Σ) → Σίγμα (Σ). Παραμένει ως είχε.
Τα γράμματα της λέξης «Δίας», σύμφωνα με την ερμηνεία των γραμμάτων που δίνει ο Σωκράτης, σημαίνουν τα εξής:
Δ: Κύριος των Δυνάμεων. (Λέει ο Σωκράτης: «Επειδή με το δέλτα η γλώσσα πιέζεται… φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμή τους χρήσιμη για τη δήλωση του «δεσμού»…» «Κρατύλος» σελ. 193). Οι Χριστιανοί προσεύχονται στον Κύριον των Δυνάμεων («Κύριε των Δυνάμεων μεθ’ ημών γενού…»).
Ι: Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών… ο Θεός (Λέει ο Σωκράτης: «Το γιώτα χρησιμοποιεί για όλα τα λεπτά πράγματα, τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν δια μέσου όλων των όντων…» «Κρατύλος» σελ. 193).
Α: Μέγας… ο Θεός (Λέει ο Σωκράτης: «Το άλφα πάλι το έβαλε στο «μέγα»…» «Κρατύλος» σελ. 193). Και η Χριστιανική Εκκλησία επαναλαμβάνει: «Μέγας ο Θεός».
Σ: Πνεύμα… ο Θεός (Λέει ο Σωκράτης: «…επίσης με το … σίγμα.. επειδή όταν τα προφέρουμε δημιουργούμε αέρα («…ότι πνευματώδη τα γράμματα…») έχει ονομάσει με τα γράμματα αυτά όλα τα τέτοιου είδους πράγματα…» «Κρατύλος» σελ. 193). Η συσχέτιση του ονόματος «Ήρα» με την λέξη «αέρας» (αήρ) που κάνει ο Σωκράτης συμφωνεί με αυτό που λένε οι Χριστιανοί «Πνεύμα ο Θεός». Πνεύμα στην αρχαία ελληνική γλώσσα σημαίνει αέρας, εξ ου και οι προομηρικές λέξεις «πνεύμων», «πνέω», «αναπνέω».
Το όνομα «Δίας» ουσιαστικά σημαίνει, αυτός ο οποίος είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών… ο Θεός δηλαδή. Ο Σωκράτης ερμηνεύει κάποια γράμματα της ελληνικής γλώσσας γενικά, μεταξύ αυτών και τα γράμματα του ονόματος «ΔΙΑΣ». Ούτε ήταν δυνατόν να αναλύσει την κάθε λέξη ξεχωριστά (απλώς δίνει τον Κώδικα) ούτε αισθάνεται την ανάγκη να ερμηνεύσει σε υψηλού πνευματικού επιπέδου ανθρώπους, όπως ήσαν οι συνομιλητές του, ειδικά την σημασία των γραμμάτων της λέξης «ΔΙΑΣ», γνώση την οποία προφανώς κατείχαν.
Έτσι αντί, να ερμηνεύσει αναλυτικά τα ίδια τα γράμματα του ονόματος «ΔΙΑΣ», μας αναλύει στη σελίδα 169 του βιβλίου «Κρατύλος», πως προέκυψε η λέξη «δέον» (προφανώς από τη λέξη «Δίας») που σημαίνει «αγαθό». Η λέξη «αγαθόν» όμως είναι όνομα που αναφέρεται και για τον Θεό. Ο Πλάτωνας αποκαλούσε τον Θεό «καλόν κάγαθόν». Λέει λοιπόν στη σελίδα 169 του βιβλίου «Κρατύλος» τα εξής ο Σωκράτης: «Σύμφωνα με αυτά λοιπόν, πρώτα απ’ όλα το «δέον», λεγόμενο κατ’ αυτό τον τρόπο, έχει σημασία αντίθετη από αυτή όλων των σχετικών με το αγαθό ονομάτων. Αν και είναι εικόνα του καλού, παρουσιάζεται ως δεσμός και εμπόδιο της κίνησης, σαν πλησιέστατο με το βλαβερό... Αυτό όμως δεν θα συμβεί, αν χρησιμοποιήσεις, αντί για το σύγχρονο, το αρχαίο όνομα, που φυσικά αποδόθηκε πολύ ορθότερα από το τωρινό. Τούτο θα βρίσκεται σε συμφωνία με τις προγενέστερες λέξεις που σημαίνουν το αγαθό, αν στη θέση του ε βάλεις το γιώτα, όπως στα παλιά χρόνια. Τότε θα έχουμε «διϊόν» και όχι «δέον» για το αγαθό, το οποίο επαινεί. Και έτσι δεν αντιφάσκει με τον εαυτό του αυτός που καθόρισε τα ονόματα, αλλά «δέον», «ωφέλιμον», «λύσιτελούν», «κερδαλέον», «αγαθόν», «συμφέρον» και «εύπορον» φαίνονται ταυτόσημα. σημαίνουν δηλαδή με διαφορετικές λέξεις ότι αυτό που διακοσμεί και που συνεχώς κινείται επανείται, ενώ αυτό που εμποδίζει και δεσμεύει δέχεται επίκριση. Έτσι και στο «ζημιώδες», αν, σύμφωνα με την αρχαία γλώσσα, αντικαταστήσεις το ζήτα με το δέλτα, θα δεις ότι προέρχεται από το «δούντι το ιόν» (δένω το κινούμενο), παίρνοντας την ονομασία «δημιώδες».».
Σε αυτό το καταπληκτικό απόσπασμα βλέπουμε πρώτον, ότι η λέξη (όνομα) «δέον» προέκυψε από την λέξη «διϊόν», η οποία μάλλον προέκυψε από το όνομα «ΔΙΑΣ».
Δίας → διϊόν → δεον
και δεύτερον βλέπουμε ότι ενώ «αυτό… που συνεχώς κινείται επαινείται, … αυτό που εμποδίζει και δεσμεύει δέχεται επίκριση». Το τιμητικό όνομα «Θεός» (όπως ονομάζεται το Απόλυτον Αγαθόν) προέρχεται από την προομηρική λέξη «θέω» που σημαίνει «τρέχω». Στον αντίποδα της τιμητικής λέξης «Θεός» βρίσκεται η λέξη «βλαβερόν», για την οποία ο Σοφός Σωκράτης, λέει στην σελίδα 165 του βιβλίου Κρατύλος τα εξής: «Το «βλαβερόν» σημαίνει πως είναι το «βλάπτον τον ρουν» (που καταστρέφει τη ροή). το «βλάπτον» πάλι σημαίνει το «βουλόμενον άπτειν» (αυτό που θέλει να εφάπτεται). Το «άπτω» με τη σειρά του ταυτίζεται με το δένω, το οποίο σε κάθε περίπτωση επικρίνει. Το «βουλόμενον άπτειν ρουν» (αυτό που θέλει να εφάπτεται της κίνησης), σωστότερο θα ήταν να λέγεται «βουλαπτερούν» αλλά για να είναι ωραιότερο, όπως νομίζω, ονομάζεται «βλαβερόν».»
Γενικά η κίνηση επαινείται από τον Σωκράτη, σε αρκετά σημεία του βιβλίου «Κρατύλος», σε αντίθεση με την απορία (στασιμότητα). Στις σελίδες 157 και 159 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Ας εξετάσουμε λοιπόν τι σημαίνουν τα ονόματα «αρετή» και «κακία». Το ένα δεν το διακρίνω ακόμα, ενώ το άλλο μοιάζει ολοφάνερο, καθώς συμφωνεί με όλα τα προηγούμενα. Επειδή τα πράγματα κινούνται, οτιδήποτε «κακώς ιόν» (που κινείται άσχημα), θα μπορούσε να είναι «κακία». Όταν όμως στην ψυχή βρίσκεται η κακή κίνηση προς τα πράγματα, τότε έχει την ονομασία της κακίας στο σύνολό της. Το τι είναι η κακή κίνηση, νομίζω ότι το φανερώνει και η «δειλία», για την οποία δεν μιλήσαμε ακόμα, και μάλιστα την προσπεράσαμε, ενώ έπρεπε να την εξετάσουμε μετά την ανδρεία. νομίζω όμως ότι και πολλά άλλα παραλείψαμε. Δειλία της ψυχής λοιπόν σημαίνει πολύ δυνατό δεσμό, γιατί το «λίαν» φανερώνει δύναμη. «Δεσμός» λοιπόν της ψυχής ο «λίαν» (ισχυρότερος) και ο σπουδαιότερος είναι η δειλία, όπως ακριβώς και η απορία είναι κακό και οτιδήποτε αντιτίθεται στην κίνηση και στην πορεία. Αυτό φαίνεται ότι φανερώνει η κακή κίνηση, τη μετ’ εμποδίων και δυσκολιών πορεία, που όταν συμβαίνει στην ψυχή, τούτη γεμίζει κακία. Αν τώρα «κακία» ονομάστηκαν τα τέτοιου είδους πράγματα, το αντίθετο θα ήταν η «αρετή», δηλωτική, κατ’ αρχάς, της ευκολίας, και στη συνέχεια της ελευθερίας που προσφέρει διαρκώς στην κίνηση της ενάρετης ψυχής, ώστε πήρε, όπως φαίνεται, ως επωνυμία «το ασχέτως» και «το ακωλύτως αεί ρέον» (την απρόσκοπτη και ανεμπόδιστη συνεχή ροή), ώστε θα ήταν σωστό να ονομάζεται «αειρείτη», ίσως μάλιστα και «αιρετή», επειδή η κατάσταση τούτη είναι κατ’ εξοχήν αιρετή (προτιμητέα). συντμήθηκε όμως και ονομάζεται «αρετή».».
Ενώ στη σελίδα 225 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Ακόμα και η «αμαθία» και η «ακολασία» φαίνονται παραπλήσια μ’ αυτά. η πρώτη, η «αμαθία», φαίνεται ότι είναι η πορεία του «άμα θεώ ιόντος» (κάποιου που κινείται με τη βοήθεια του θεού), ενώ η «ακολασία» φανερώνει γενικώς την «ακολουθία τοις πράγμασι» (αλληλουχία των πραγμάτων). Και έτσι όσα ονόματα αναφέρονται στα χειρότερα πράγματα, θα μπορούσαν να είναι όμοια με τα ονόματα που ονομάζουν τα καλύτερα πράγματα.».
Η λέξη «ακολασία» που αναφέρει εδώ ο Σωκράτης, ίσως προέρχεται από την αντίθετη σε σημασία προομηρική λέξη «κολούω» που σημαίνει «περιορίζω». Η προομηρική λέξη όμως «κολούω» εκτός από «περιορίζω» σημαίνει και «αφανίζω». Κατά συνέπεια εφόσον «κολούω» σημαίνει και περιορίζω και αφανίζω και εφόσον όπως λέει ο Σωκράτης στη σελίδα 157 του βιβλίου «Κρατύλος»: «… και η απορία είναι κακό και οτιδήποτε αντιτίθεται στην κίνηση και στην πορεία.», από την προομηρική λέξη «κολούω» δημιουργήθηκε σταδιακά η λέξη «κόλαση», που σημαίνει αυτήν την αρνητική κατάσταση η οποία και περιορίζει και αφανίζει … την ψυχή.
Από την λέξη «κόλασις» ίσως, προέκυψε η μεταγενέστερη σημασία της λέξης «ακολασία» που είναι αντίθετη από την αρχική της σημασία.
κολούω … κολάζω → … κόλασις … Κόλαση
… ακολασία (με αρνητική σημασία)
ακολασία (με θετική σημασία)
Η προομηρική λέξη «κολούω» που σημαίνει περιορίζω και αφανίζω, ενισχύει την υπόθεση μου, ότι το γράμμα «κάππα» (Κ) εμποδίζει ή περιορίζει τη ροή των πραγμάτων. Ας επιστρέψουμε όμως στην ουσιαστική σημασία της λέξης «Δίας», της οποίας λέξης, ο Σωκράτης, συνομιλώντας με υψηλού πνευματικού επιπέδου Ανθρώπους, δεν θεώρησε σκόπιμο να ερμηνεύσει αναλυτικά τα γράμματα «δέλτα» (Δ), «ιώτα» (Ι), «άλφα» (Α), «σίγμα» (Σ), εφόσον το θεωρεί δεδομένο, ότι η ερμηνεία την οποία αναφέρει άπαξ, ισχύει ουσιαστικά για όλα σχεδόν τα πρώτα (αρχέγονα) ονόματα που δεν έχουν αλλοιωθεί.
Ερμηνεύοντας την σημασία του γράμματος «ιώτα» (Ι) στη σελίδα 193, ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Το γιώτα χρησιμοποιεί για όλα τα λεπτά πράγματα, τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν διά μέσου όλων των όντων», ενώ μιλώντας στις σελίδες 149 και 151 για τον …Δία, λέει τα εξής: «Όσοι δηλαδή υποστηρίζουν την κίνηση του σύμπαντος, αντιλαμβάνονται το μεγαλύτερος μέρος του όχι διαφορετικό από κάτι κινούμενο. Μέσα από το σύμπαν τούτο υπάρχει κάτι που το διατρέχει, το οποίο είναι αιτία να δημιουργηθούν όσα δημιουργούνται. Τούτο είναι πολύ ταχύ και πολύ λεπτό. Δεν θα ήταν άλλωστε δυνατό να περάσει δια μέσου του σύμπαντος, αν δεν ήταν πολύ λεπτό, ώστε να μην ανακόπτεται, και πολύ ταχύ, ώστε η σχέση του με τα άλλα σώματα να τα κάνει να φαίνονται σταματημένα. Καθώς λοιπόν κηδεμονεύει όλα τα υπόλοιπα «διαϊόν» (περνώντας ανάμεσά τους), … και κάποιος είπε πως σωστό είναι να τ' ονομάζουμε εξαιτίας τούτων «Δια».».
Στη σελίδα 133 του βιβλίου Κρατύλος, ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Οι πιο πολλοί από τούτους, δηλαδή, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τον ποιητή, λένε ότι αυτός παρουσιάζει την Αθηνά ως νου και διάνοια, …». Η λέξη «διάνοια» προφανώς προέκυψε από το όνομα «Δίας» και την λέξη «νόος» ή «νους». Η θεά της Σοφίας Αθηνά είναι γνωστό ότι γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία.
Από το όνομα «Δίας», ίσως προέκυψαν μεταξύ άλλων και τα εξής ονόματα:
Διώνη: Η μητέρα της Κύπριδος (Αφροδίτης), σύζυγος του Δία.
Δωδώνη: Σύμφωνα με το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου, «αρχαία πόλη της Ηπείρου, δυτικά από τα Γιάννινα, κοντά στο Μπιζάνι*. Ήταν ονομαστή για το Μαντείο του Δωδωναίου Δία, στο οποίο λατρευόταν και η σύζυγός του Διώνη…».
Ίσως το όνομα Δωδώνη προέκυψε από το όνομα Διώνη, το οποίο προέκυψε από το όνομα Δίας.
Δίας → … Διώνη → … Δωδώνη
Σημ.*: Εδώ υπάρχει ένα μικρό λάθος. Το Μπιζάνι κοντά στο οποίο θυσιάστηκε στις 6.12.1912 επιτιθέμενος μετ’ ακαθέκτου Ελληνικής Εθνικιστικής ορμής και γυμνής ξιφολόγχης κατά των τουρκομογγόλων Κατακτητών της Ελλάδας Μας, ο Δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος, βρίσκεται νότιοανατολικά των Ιωαννίνων.
Δίας ή Διώνη: Τα δύο ονόματα της μητέρας της πολύπαθης Νιόβης.
Δίη: Το νησί Νάξος, όπως και το όνομα του βουνού του, Ζεύς ή Ζας από τον Ζήνα (Ζεύς).
δαίμων: θεός, θείον πνεύμα, θεότης (γενικώς) η οποία ρυθμίζει τα ανθρώπινα.
δαιμόνιος: αυτός που κατέχεται από δαίμονα, εκείνος που οι πράξεις του είναι παράδοξες και άτοπες και αποδίδονται σε επενέργεια δαίμονα*.
Σημ.*: Από την δεύτερη ερμηνεία, μάλλον προέκυψε και η λέξη «δαιμονισμένος».
Πιο ξεκάθαρη ερμηνεία από το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου, της λέξης «δαίμονα», δίνει ο Σωκράτης στη σελίδα 106 του βιβλίου «Κρατύλος»: «Τούτο τοίνυν παντός μάλλον λέγει, ως εμοί δοκεί, τους δαίμονας. ότι φρόνιμοι και δαήμονες ήσαν, «δαίμονας» αυτούς ωνόμασεν. … ταύτη ούν τίθεμαι και εγώ πάντ’ άνδρα ος αν αγαθός ή δαιμόνιον είναι και ζώντα και τελευτήσαντα, και ορθώς «δαίμονα» καλείσθαι.»
Και η απόδοση του σχετικού αποσπάσματος στη πανελλήνια δημοτική γλώσσα, έχει στη διπλανή σελίδα 107 του βιβλίου «Κρατύλος» ως εξής: «Κατά τη γνώμη μου, αυτό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τους δαίμονες. επειδή ήταν συνετοί και «δαήμονες» (σοφοί) τους ονόμασε «δαίμονες»…. Έτσι και εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα», δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφότου πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά ονομάζεται «δαίμων».»
Αΐδης: Ο θεός Άδης, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδερφός του Δία και του Ποσειδώνα. Μοιράστηκε με τ' αδέρφια του το βασίλειο του πατέρα τους και πήρε τον Κάτω Κόσμο… Στη σελίδα 121 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Το «Άιδης», νομίζω ότι οι πολλοί πιστεύουν πως του δόθηκε από το «αιδές»*1 (αόρατο), αλλά επειδή φοβούνταν*2 το όνομα, τον λένε «Πλούτωνα».».
Σημ.*1: Από την λέξη «αιδές» (αόρατο), (παρόλο που δεν υπάρχει στο «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου, προφανώς διότι δεν υπάρχει στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια), ή από την λέξη «αίδηλος», που σημαίνει μεταξύ άλλων «αόρατος», «άδηλος», «αφανής», ίσως προέκυψε και η λέξη «αιδοία» που σημαίνει τα γεννητικά μόρια, επειδή από αρχαιοτάτων χρόνων οι Έλληνες (όπως και άλλοι λαοί) για ηθικούς – κοινωνικούς λόγους συνήθιζαν να τα καλύπτουν. Στην εξέλιξη της γλώσσας η λέξη «αιδοίο» περιορίστηκε να σημαίνει τα εξωτερικά γυναικεία όργανα, προφανώς λόγω της ανατομικής τους θέσης και του «μεγέθους» τους.
Από την λέξη «αιδοία» ίσως προέκυψαν οι λέξεις «αιδέομαι» που σημαίνει μεταξύ άλλων έχω ντροπή, συστέλλομαι, «αιδοίος» = αυτός που έχει αιδώ (ντροπή)… ντροπαλός… και «αιδώς» που σημαίνει μεταξύ άλλων ντροπή, αλλά και τα γεννητικά όργανα (τα αιδοία).
αιδές ή αίδηλον → αιδοία → αιδώς
Σημ.*2: Μέχρι σήμερα κάποιοι άνθρωποι αποφεύγουν να αναφέρουν με το όνομά τους κάποια πράγματα, τα οποία προφανώς φοβούνται. Ρώτησα πριν λίγα χρόνια τον καλύτερο φίλο και κουμπάρο του Στρατηγού Δημήτρη Ματαφιά: «Τι έχει ο στρατηγός;» και μου απάντησε, «Έσσιει που τζιείνη την αρρώστια», αποφεύγοντας να πει την λέξη «καρκίνο». Θυμούμαι, ότι όταν ήμουν παιδί, αρκετοί, (ειδικά ηλικιωμένοι) φοβόντουσαν να χρησιμοποιήσουν την λέξη «Διάβολος» και αντ’ αυτής έλεγαν δίκην γοργονείου ο «εξαποδώ» (έξω από εδώ δηλαδή).
Στις σελίδες 123 και 125 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης ερμηνεύει ουσιαστικά την σημασία του δεσμού του γράμματος «Δέλτα» (Δ) του ονόματος «Άιδης» (Άδης), αλλά και αναλύει τι πιστεύει αυτός σε αντίθεση με τους πολλούς (σελ. 121) για τη σημασία του ονόματος «Άιδης», λέγοντας τα εξής: «Και το όνομα «Άιδης», Ερμογένη, κάθε άλλο παρά από το «αιδές» (αόρατο) έχει τεθεί, ενώ πολύ περισσότερο σχετίζεται με το «πάντα τα καλά ειδέναι» (γνώση όλων των καλών πραγμάτων), απ’ όπου ο νομοθέτης έδωσε την ονομασία «Άιδης».».
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, παρόλο που συνήθως περιφρονώ την άποψη των πολλών Τενεκέδων* που χωρίς να μελετούν έχουν επί παντός του επιστητού άποψη, εδώ θα συμφωνήσω με την άποψη των πολλών της σελ. 121 και όχι με την άποψη του Σωκράτη.
Σημ.*: Υπάρχουν άνθρωποι που αν τους ρωτήσεις από πού προέρχεται π.χ. η λέξη «τηλέφωνο», σε περίπτωση που δεν γνωρίζουν, αντί να σου απαντήσουν «δεν γνωρίζω», για να μη φανεί ότι δεν γνωρίζουν, προτιμούν να φανούνε ηλίθιοι λέγοντάς σου π.χ. ότι η λέξη «τηλέφωνο» προέρχεται από την αγγλική λέξη «telephon». Θυμούμαι κάποτε στο γυμνάσιο, στο μάθημα της γαλλικής γλώσσας, τον καθηγητή να προσπαθεί να μας εξηγήσει, ότι η λέξη «ομπρέλλα» προέρχεται από την «γαλλική» λέξη «ombrelle». Ψιθύρισα στο διπλανό μου ότι ίσως είναι από την ελληνική λέξη «όμβρος» που σημαίνει «βροχή». Αυτός σήκωσε το χέρι και του είπε: «Κύριε, κύριε είναι από την ελληνική λέξη «όμβρος» που σημαίνει βροχή», τότε ο καθηγητής αντέδρασε και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του φωνάζοντας… Και όμως μέχρι σήμερα έχω την άποψη ότι η «γαλλική» λέξη «ombrelle» ίσως προέρχεται από την ελληνική λέξη όμβρος.
Από το όνομα «Άϊδης» μάλλον προέρχεται και το όνομα «Αϊδωνεύς». «Αιδωνεύς: Ο βασιλιάς του Κάτω κόσμου, ο Άδης, ο Πλούτωνας αλλά και μυθικός βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, που την ωραία σύζυγό του Περσεφόνη επιχείρησε ν’ αρπάξει ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθοος, με το φίλο του Θησέα». Εδώ παρατηρούμε, ότι εκτός από τον βασιλιά του Άδη Πλούτωνα που άρπαξε την κόρη της Δήμητρας, Περσεφόνη και κάποιος άλλος συνωνόματος του βασιλιάς, ο Αϊδωνέας, είχε μια σύζυγο με το όνομα Περσεφόνη την οποία επιχείρησε να κλέψει ο Πειρίθοος. Στο ίδιο όμως «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου, στο όνομα Πειρίθοος, υπάρχει και μια άλλη μυθολογική παραλλαγή «Πειρίθοος: Ήταν γιος του Δία και της κόρης του Ιξίωνα, Δίας, βασιλιάς των Λαπιθών* της Θεσσαλίας…
Σημ.*: Το πανάρχαιο ελληνικό επίθετο Λαπίθης, υπάρχει μέχρι σήμερα στη Κύπρο.
… ήταν πολύ φίλος του Θησέα… Η αχώριστη φιλία τους συνεχίστηκε κι όταν κατέβηκαν μαζί στον Άδη, με σκοπό ν’ αρπάξουν την Περσεφόνη, για να την πάρει γυναίκα ο Πειρίθοος…».
Η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα είναι αλληγορικής σημασίας. Η Περσεφόνη ήταν κόρη του Δία και της θεάς της γεωργίας Δήμητρας. Μετά την αρπαγή της από τον Πλούτωνα* η θεά Δήμητρα «εμπόδιζε τους σπόρους να βλαστήσουν… Με την επέμβαση τότε του Δία πείσθηκε ο Πλούτωνας ν’ αφήσει την Περσεφόνη ν’ ανεβαίνει πάνω στη Γη και να μένει με τη μητέρα της τα 2/3 της χρονιάς και τον υπόλοιπο χρόνο να κατεβαίνει πάλι στον Άδη.» Έχει λεχθεί ότι η κάθοδος της Περσεφόνης στον Άδη συμβολίζει την έναρξη του χειμώνα, ενώ η άνοδος της στη Γη την έναρξη του έαρος (έαρ ίσως σημαίνει μεγάλη (Α) ροή (Ρ) φωτός (Ε)) και της ζωής. Ίσως μια προγενέστερη γραφή της λέξης να ήταν «ίαρ»…
Σημ.*: Υπάρχει άραγε έστω και μια Δήμητρα που να τελείωσε το Λύκειο και να ονόμασε αργότερα την κόρη της Περσεφόνη; Ακούγεται σαν κατάρα.
Για τον Πλούτωνα λέει ο Σωκράτης στη σελίδα 121 του βιβλίου «Κρατύλος» τα εξής: «Το όνομα του Πλούτωνα πάλι δόθηκε επειδή έχει σχέση με την παροχή «πλούτου», επειδή ο πλούτος βγαίνει από τα βάθη της γης.» Και στη σελίδα 123 μιλώντας για τον Άδη ο Σωκράτης λέει και τα εξής: «Τόσο πολλά είναι τα πλούτη του εκεί, ώστε από αυτό πήρε το όνομά «Πλούτων».....»
Το όνομα του Πλούτωνα ίσως έχει και μιαν αλληγορική σημασία. Οι Έλληνες κατάφεραν με μία μόνο λέξη να εκφράσουν αυτό για το οποίο ο Βάρβαρος Γελίμερος χρειάστηκε μίαν ολόκληρη πρόταση: «Ματαιότης ματαιοτήτων πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα». Ονομάζοντας τον βασιλιά του Άδη, Πλούτων, ίσως θέλησαν να δείξουν ότι όσα κτερίσματα και χρήματα (από αυτά που κέρδισες μοχθώντας σε αυτή την ζωή) και να τοποθετήσουν στον τάφο σου, … θα πάρει ο Περατάρης τον έναν οβολό για να σε περάσει απέναντι και τα υπόλοιπα ο βασιλιάς του Άδη Πλούτωνας.
Από τα ονόματα «Άδης» και «Αϊδωνεύς» ίσως προέκυψε και η λέξη «αηδονία» που σημαίνει απουσία ηδονής, νέκρα δηλαδή.
Το όνομα «Άδης» ίσως είναι μερικώς αναγραμματισμός του ονόματος «Δίας». Στο Ι457 της Ιλιάδας ο Άδης αναφέρεται σαν «Ζεύς καταχθόνιος», ο υπό την γην Δίας δηλαδή. Ο Ζεύς επειδή έδινε την ζωή ονομαζόταν και «Ζην», αλλά και «Δίας». Αυτός που έπαιρνε την ζωή ονομαζόταν «Άδης». Αυτός που έδινε την ζωή αυτός την έπαιρνε.
Ο Άδης λεγόταν και «ζόφος*». «Ζόφος» σημαίνει και η δύση (γενικά σημαίνει το σκοτάδι). Στην Κύπρο συνηθίζουμε να λέμε: «Εζόφησε το γυαλί, ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου ή το μάτι…».
Στη σελίδα 125 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Ίσως όμως ο νομοθέτης, ως μελετητής των μετεώρων, ονόμασε «Ήρα» τον «αέρα», βάζοντας την αρχή της λέξης στο τέλος. Θα το καταλάβεις, αν πεις πολλές φορές το όνομα Ήρα.» Ίσως και από το όνομα «Ζευς» να προέκυψε ο Ζέφυρος άνεμος, ο οποίος σύμφωνα με το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου είναι «ο δυτικός ή βορειοδυτικός άνεμος, κοινώς πουνέντες. Ο άνεμος αυτός φέρνει κατά τον ποιητή τρικυμίες και βροχές, εκτός από τους στίχους δ567, που φυσάει ήσυχος, γλυκόπνευστος, δροσίζοντας τους ανθρώπους, και η119, που συντελεί στην αύξηση της βλάστησης Π150, Ψ195, 200, 208» της ζωής δηλαδή.
Σημ.*: Η προομηρική λέξη «ζόφος» που σημαίνει, η δύση, το σκοτάδι, ίσως προέκυψε από την λέξη «φόως» που σημαίνει το φως, διά της προσθήκης του γράμματος «ζήτα» (Ζ) το οποίο αντικατέστησε το γράμμα «δέλτα» (Δ) του δεσμού. Ζόφος ίσως είναι το «δούντι το φόως», αυτό που δένει (δεσμεύει) το φως.
Διόνυσος και Διώνυσος: «Ο θεός των γονιμοποιών δυνάμεων της φύσεως…». Το όνομα του θεού αυτού ίσως προέρχεται από τις λέξεις «Δίας» και «νύσσω», που σημαίνει μεταξύ άλλων ωθώ, κινώ. Αυτό το «ωθώ» (νύσσω) μυθολογικά ίσως βγαίνει από το γεγονός ότι ο Δίας πήρε το πρόωρα γεννημένο βρέφος και χρησιμοποίησε την κνήμη του, σαν την πρώτη ίσως θερμοκοιτίδα, βάζοντας το μέσα σε αυτή, μέχρις ότου συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος για την γέννησή του. Αυτή η ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος «Διόνυσος», ενισχύεται από την ουσία του ονόματος του Διός – Ζηνός, ότι δηλαδή είναι αυτός που δίνει το ζειν και από το γεγονός, ότι ο Διόνυσος είναι ο θεός των γονιμοποιών δυνάμεων της φύσεως. Διόνυσος ίσως σημαίνει αυτή την ιδιαίτερη ουσία («ωσία» … «ωθούν», «Κρατύλος» σελ. 117) η οποία ωθεί τον Δία – Ζήνα να δίνει το ζειν.
Αυτή την ιδιαίτερη ουσία του Θεού (του Πρώτου Κινούντος κατά τον Αριστοτέλη) οι άλλοι άνθρωποι την ονόμαζαν «ιχώρ» που σημαίνει «το αίμα των θεών, ο αιθέριος χυμός που ρέει στις φλέβες των θεών». Κάποιοι άλλοι όμως, πιο προχωρημένοι, προς τους οποίους ο Σωκράτης καλεί τον Ερμογένη να απευθυνθεί, αποκαλούσαν ίσως, την κινητήρια ουσία του Πρώτου Κινούντος «Διόνυσο». Το δεύτερο συνθετικό της λέξης «Διόνυσος», το «-νύσος», διαθέτει το γράμμα «νυ» (Ν), το οποίο, σύμφωνα με την ερμηνεία της σημασίας των γραμμάτων από τον Σωκράτη: «…ονόμασε με τούτο το «ένδον» και το «εντός», σαν να ήθελε με τα γράμματα να μιμηθεί τις ενέργειες», διαθέτει επίσης το γράμμα «σίγμα» (Σ) που είναι αντίστοιχο του «ρω» (Ρ) και φανερώνει κίνηση, όπως επίσης και το αρμονικό «όμικρον» (Ο). Το όνομα «Διόνυσος» θα μπορούσε να διαβαστεί με την βοήθεια της ερμηνείας των γραμμάτων, όπως την παρέδωσε ο Σωκράτης, σαν αυτό το οποίο ρέει αρμονικά εντός του Διός.
Εδώ θα μπορούσαν να γίνουν και διαφορετικού επιπέδου υποθέσεις για τον θεό «των γονιμοποιών δυνάμεων της φύσεως και ειδικά του αμπελιού…» που προσαρμόζεται μέσα στην κνήμη του Δία για να… «μεστώσει». Δεν είναι όμως του παρόντος. Ας τα ερμηνεύσει ο ευφάνταστος Ελβετός…
Στη σελίδα 131 του βιβλίου «Κρατύλος», αναφερόμενος ο Σωκράτης στα ονόματα «Διόνυσος» και «Αφροδίτη», αποφεύγει επιμελώς να αναφέρει τους σπουδαιότερους λόγους από τους οποίους προέκυψαν τα ονόματα αυτά, ίσως για να αποφύγει να κατηγορηθεί (κάτι που δεν απέφυγε τελικά) π.χ. ότι εισάγει καινά δαιμόνια. Λέει συγκεκριμένα ο Σωκράτης: «… η απόδοση των ονομάτων τούτων στους θεούς οφείλεται και σε σπουδαίους αλλά και σε παιδιάστικους λόγους. Όσο για τους σπουδαίους, να ρωτήσεις άλλους…»
Δείος: Η λέξη «δείος» που σημαίνει «φόβος», ίσως προέκυψε επίσης από το όνομα Δίας, όπως ίσως και η λέξη «δέος» που σημαίνει επίσης φόβος.
δέον (Αγαθόν = Θεός)
Δίας → διϊόν
δείος → δέος (φόβος)
Ομοιάζει λίγο με το «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Με την επισήμανση όμως, ότι σε αυτό το ρητό, «φόβος» σημαίνει «σεβασμός». Στην προομηρική μας γλώσσα, ο φόβος ήταν η λέξη «δέος», ενώ «φόβος» τότε εσήμαινε η φυγή.
Δίεμαι: μεταξύ άλλων σημαίνει σπεύδω, τρέχω. Όπως η λέξη «θεός» προέκυψε από το προομηρικό ρήμα «θέω», που σημαίνει «τρέχω», η λέξη «δίεμαι» που σημαίνει επίσης σπεύδω, τρέχω, ίσως προέκυψε κατά αντίστροφο τρόπο από το όνομα «Δίας». Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι πιθανότερο το όνομα «Δίας» να προέκυψε από το προομηρικό ρήμα «δίεμαι» που σημαίνει «τρέχω», όπως η λέξη «θεός» προέκυψε από το «θέω».
Διερός: Σε αυτή την περίπτωση το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου γράφει τα εξής:
1. διερός-ή-όν (δFιερός* συγγενές του δέος = φόβος) = άξιος φόβου
2. διερός-ή-όν (δίεμαι) = (φεύγων, σπεύδων), βιαστικός, ταχύς.
Ίσως και οι δύο όμοιες αυτές λέξεις με φαινομενικά τουλάχιστον διαφορετική ρίζα, να προέκυψαν από την λέξη Δίας → δέος (φόβος) → διερός (άξιος φόβου)
Δίας → δίεμαι (σπεύδω, τρέχω, ανάλογο του θέω → θεός)
→ διερός (βιαστικός, ταχύς)
Από αυτή την λέξη «διερός», που σημαίνει βιαστικός, ταχύς, ίσως προέκυψε η λέξη «ιερός» που σημαίνει ταχύς, ευκίνητος, θεός,
Δίας → δίεμαι (σπεύδω, τρέχω) → διερός (βιαστικός, ταχύς) → ιερός
Σημ.*: Από την προομηρική λέξη «δFιερός» ίσως προέκυψε η αγγλική λέξη fear.
Δύω: σημαίνει μεταξύ άλλων βυθίζομαι, εισδύω, εισχωρώ. Ίσως προέρχεται επίσης από το όνομα Δίας, ιδιαίτερα εάν ισχύει εκείνη η ερμηνεία του Δία που δώσαμε, ότι Δίας είναι ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.
Καρδίη: Σύμφωνα με το «ομηρικό λεξικό» σημαίνει: « α) κυριολ. = η καρδιά (τοπικά) … β) μεταφ. η λέξη λαμβάνεται με την έννοια της ψυχής, της οποίας είναι γενικότερα η έδρα ή και του διαλογιζόμενου νου». Όσον αφορά την κυριολεκτική σημασία της λέξης, η προομηρική αυτή λέξη, διαθέτει την σημαντική ρίζα «-αρ» η οποία ίσως προέρχεται από το «άρδω», που σημαίνει μεταξύ άλλων «αρδεύω». Η καρδιά είναι η αντλία του σώματος. Όσον αφορά την μεταφορική σημασία της λέξης «με την έννοια της ψυχής, της οποίας είναι γενικότερα η έδρα ή και του διαλογιζόμενου νου», η λέξη «καρδίη» ίσως προέρχεται από τις λέξεις «καρ» που σημαίνει κεφαλή* και το όνομα «Δίας». Από το κεφάλι του Δία γεννήθηκε η θεά της Σοφίας, η θεά του διαλογιζόμενου νου, η θεά Αθηνά.
Σημ.*: Στην Κύπρο την λέμε και κάρα.
Δήω: Η προομηρική λέξη «δήω» ίσως προέκυψε επίσης από το όνομα «Δίας». Στη σελίδα 167 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «… Γνωρίζεις πως οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν πολύ το γιώτα… Σήμερα λοιπόν αντί του γιώτα είναι σε χρήση το ήτα…»
Για την λέξη «δήω» το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου γράφει τα εξής: «δήω (από κάποιο θέμα που έχει την έννοια του φωτίζειν… δήεις-ομεν-ετε = θα εύρω … (οι ενεστ. δήω, είμι, νέομαι έχουν σημασία μέλλοντος, διότι η έννοια του θέματος είναι η του στιγμιαίου). Από την προομηρική λέξη «δήω» ίσως προέκυψε η λέξη «Παράδεισος». Παρά σημαίνει μεταξύ άλλων κοντά, πλησίον. Παράδεισος ίσως σημαίνει κοντά στο φως.
Το όνομα της ιερής νήσου «Δήλου», «όπου ανάμεσα στ’ άλλα ιδρύματα υπήρχε και το διάσημο ιερό του Απόλλωνα, για τον οποίον πιστευόταν ότι είχε γεννηθεί εκεί…», ίσως προέρχεται από την προομηρική λέξη «δέελος» που σημαίνει φανερός, ορατός. Η λέξη «δέελος» από την οποία προέκυψε ίσως το όνομα «Δήλος», έχει ακριβώς την αντίθετη σημασία από την λέξη «αιδές» και «αίδηλος» που σημαίνει αόρατος, από την οποία ίσως προέκυψε το όνομα «Άδης». Η προομηρική λέξη «αίδηλος» σημαίνει επίσης αυτός που κάνει κάτι αόρατο. Ο Θεός Απόλλωνας όμως ήταν μεταξύ άλλων, ο θεός της μαντικής, είχε την ιδιότητα να φανερώνει στους ανθρώπους τα μελλούμενα. Επειδή ο Χριστιανισμός καταδικάζει την μαντοσύνη, αντικατέστησε τον Απόλλωνα με τον Άγιο Φανούριο, ο οποίος απλώς φανερώνει απωλεσθέντα αντικείμενα, όπως και αντικατέστησε το λατρευτικό κέντρο της Δήλου (νότια της Μυκόνου) με το λατρευτικό κέντρο της Παναγίας στην διπλανή Τήνο…
Το νησί Δήλος, στο οποίο πιστευόταν ότι γεννήθηκε ο θεός του Φωτός Απόλλωνας, περιέχει επίσης την σημαντική ρίζα «ηλ» που ίσως προέρχεται από την λέξη «ηέλιος» - ήλιος του Φοίβου Απόλλωνα. Την ίδια ρίζα «ηλ» και μάλιστα στην αρχαιότερη της μορφή σαν «ελ», («Στο παρελθόν δεν χρησιμοποιούσαμε το ήτα αλλά το ε», λέει ο Σωκράτης στον «Κρατύλο» σελ. 191), περιέχει και η προομηρική λέξη «δέελος» από την οποία ίσως, όπως ήδη αναφέραμε προέκυψε η λέξη Δήλος.
Η ίδια η λέξη «Δήλος» θα μπορούσε να διαβαστεί, με την βοήθεια της ερμηνείας των γραμμάτων, όπως την παρέδωσε ο Σωκράτης και την διέσωσε ο Πλάτωνας, σαν «Δέσμη (δύναμη) φωτός αρμονικής ροής» ή ακόμα ακριβέστερα, σαν «Δέσμη (δύναμη) μήκους που ολισθαίνει (κινείται) με αρμονική ροή».
Στη σελίδα 127 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης μιλώντας για τον Απόλλωνα λέει τα εξής: «Το ίδιο, όπως λέω, συμβαίνει και με τον Απόλλωνα, επειδή πολλοί φοβούνται το όνομα, γιατί νομίζουν ότι σημαίνει κάτι κακό.» Προφανώς αυτοί οι πολλοί που φοβόντουσαν το όνομα «Απόλλωνας», πίστευαν ότι το όνομα αυτό προέρχεται από την προομηρική λέξη «απόλλυμι» που σημαίνει, διαφθείρω, καταστρέφω, φονεύω, εξοντώνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, χάνομαι, φονεύομαι, εκλείπω.
Ίσως το όνομα της ιερής νήσου του Θεού του Φωτός, «Δήλος», να προέκυψε από την λέξη «δήλος» που σημαίνει ορατός, φανερός, αλλά λόγω του φόβου πολλών ανθρώπων του ονόματος του θεού Απόλλωνα, από το ίδιο το όνομα «Δήλος», ίσως γεννήθηκαν οι προομηρικές λέξεις «δηλέομαι» που σημαίνει βλάπτω, «δήλημα» που σημαίνει αίτιον φθοράς καταστροφής και «δηλήμων» που σημαίνει βλαπτικός, επιβλαβής, φθορεύς, καταστροφεύς.
«Ζήτα» (Ζ) το εκφυλισμένο γράμμα «Δέλτα» (Δ)
Όταν άρχισα να μελετώ τα απομνημονεύματα των Αγωνιστών του 1821 και συνάντησα την λέξη «ζωγρήζω» (πολύ συχνή λέξη και σημαίνει αιχμαλωτίζω) υπέθεσα λανθασμένα, ότι ίσως να πρόκειται για τουρκικό ή σλαβικό κατοχικό κατάλοιπο. Ανοίγοντας όμως το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου διαπίστωσα «ανακουφισμένος» (αλλά σίγουρα ευχαριστημένος) ότι είναι Ελληνικότατη λέξη, Προομηρική και προέρχεται από το ρήμα «ζωγρέω» που σημαίνει μεταξύ άλλων πιάνω ζωντανό. Η λέξη «ζωγρέω» ίσως προέρχεται από την λέξη «ζωάγρια» που σημαίνει, η αμοιβή για τη σωτηρία της ζωής, η οποία λέξη «ζωάγρια», ίσως προέρχεται από τις λέξεις «ζως» που σημαίνει ζωντανός και «άγρη» που σημαίνει το κυνήγι, η άγρα, η λεία, το θήραμα. Στη σελίδα 167 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «… Γνωρίζεις πως οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν πολύ το γιώτα και το δέλτα, πράγμα που κάνουν εξίσου οι γυναίκες, που διασώζουν σήμερα την αρχαία γλώσσα. Σήμερα λοιπόν αντί του γιώτα είναι σε χρήση το ήτα ή το ε και αντί του δέλτα το ζήτα, σαν τάχα μεγαλοπρεπέστερα» και συνεχίζοντας ο Σοφός Σωκράτης δίνει παραδείγματα: «Ξέρεις βέβαια ότι και το «ζυγόν» οι αρχαίοι τον έλεγαν «δυογόν»; … Το όνομα «ζυγός» δεν σημαίνει τίποτα, ενώ το «δυογός» έχει αποδοθεί σωστά, εξαιτίας του δεσίματος «τοιν δυοίν» (των δύο) «ες την αγωγήν» (για το τράβηγμα)… Και για πάρα πολλά άλλα ισχύει το ίδιο.»
Κρίμα που δεν αναφέρει κάποια ακόμα τουλάχιστον, από αυτά τα «πάρα πολλά άλλα».
Κατά συνέπεια κάποιες λέξεις που σήμερα αρχίζουν με το γράμμα «ζήτα» (Ζ) ή διαθέτουν το γράμμα «ζήτα» (Ζ), μπορούν να ετυμολογηθούν – αναλυθούν με βάση αυτή την αρχή, ότι το γράμμα «δέλτα» (Δ) αντικαταστάθηκε από το γράμμα «ζήτα» (Ζ).
Πάντως εάν ανοίξει κάποιος το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου, θα διαπιστώσει με ένα γρήγορο φυλλομέτρημα, ότι οι λέξεις που αρχίζουν (τουλάχιστον) από το γράμμα «ζήτα» (Ζ), είναι οι λιγότερες, μετά από τις λέξεις που αρχίζουν από το γράμμα «ξει» (Ξ) και το γράμμα «ψει» (Ψ). Με μιαν γρήγορη ανάγνωση των λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα «ζήτα» (Ζ), μπορεί κάποιος να αντιληφθεί, ότι οι δέκα από τις τριανταέξι λέξεις, έχουν άμεση σχέση με τον «δεσμό», κάτι που ενισχύει τα λεγόμενα του Σοφού Σωκράτη. Αυτές οι λέξεις είναι οι εξής:
ζεύγλη = η ζεύλα, το καμπύλο μέρος του ζυγού, που κρατά τον τράχηλο του ζώου, ο οποίος μπαίνει κάτω από το ζυγό.
ζεύγνυμι= ζεύγω, συνενώνω, συναρμόζω.
ζεύγος= το ζευγάρι.
ζυγόδεσμον= το ζυγόλουρο, ο ζυγοδέτης.
ζυγόν= ότι ενώνει δύο πράγματα…
ζώμα= το διάζωμα, είδος πλατιάς ζώνης…
ζώνη= η ζώνη…
ζώννυμι= ζώνω, ζώνομαι.
ζωστήρ= η ζώνη, ζωστήρας.
ζώστρον= οι γυναικείες ζώνες.
Σημ.*: Όπου ίσως υπάρχουν πλανήτες ακόμα και μικρότεροι από τον κόκκο της άμμου, στους οποίους υπάρχουν πλάσματα μικρότερα από το μέγεθος των ιών, (τα οποία όμως έχουν αναπτύξει πολιτισμούς ασυγκρίτως ανώτερους από τον δικό μας) ή ακόμα και πλανήτες «εκατομμύρια»… φορές πιο μεγάλοι από την γη στους οποίους κατοικούν πλάσματα «εκατομμύρια»… φορές πιο μεγάλα από τους ανθρώπους, των οποίων το πραγματικό μέγεθος θα μπορέσεις να αντιληφθείς, εάν μπορέσεις έτσι όπως βρίσκεσαι αυτή την στιγμή «καρφωμένος» (λόγω της βαρύτητας) στη γη και με το κεφάλι να ρέπει πάντα ανάποδα προς το χάος, πού τελειώνει, αν τελειώνει, το σύμπαν; Ποιος μπορεί να είναι σίγουρος πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι τα μετασυμπαντικά (τουλάχιστον) μεγέθη περιορίζονται στα μεγέθη της δικής μας ανεξερεύνητης ακόμα «πολυκατοικίας» - γαλαξία ή της συμπαντικής μας «Πατρίδας»;
«Τρισεκατομμύρια» συν… («άπειρα πλην») έτη «φωτός» πριν την μεγάλην έκρηξη, γνωστή σαν «μπιγκ μπαν», η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένας τελευταίος «μετασεισμός» μιας Απερίγραπτα μεγαλύτερης έκρηξης («μπίγκεστ μπαν»), που ίσως συνέβηκε στο μετά το χάος μετασύμπαν… ή ακόμα και στα μετασύμπαντα, όπου «η Τύχη και η Αναγκαιότητα» (Ζακ Μονό) δημιούργησαν πλάσματα, των οποίων οι πολιτισμοί είναι «τρισεκατομμύρια» συν… («άπειρα πλην») έτη «φωτός», πιο προηγμένοι από τον γήϊνο «πολιτισμό» του πετρελαίου του Ομπάμα και του Οσάμα… και οι οποίοι (Πολιτισμοί αυτοί) ελέγχουν σήμερα τέτοιες δυνάμεις, μπροστά στις οποίες ακόμα και οι διάφοροι θεοί που έφτοιαξε το ανθρώπινο μυαλό θα υποκλίνονταν… Στη σελίδα 105 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Ιδιατέρως αρμόζει να εξετάσουμε την ονοματοδοσία. Άλλωστε κάποια από αυτά ίσως να δόθηκαν από δύναμη θεϊκότερη απ’ ό,τι η ανθρώπινη…»
Φυσικά κάποιος πιο έξυπνος από μένα (και υπάρχουν πάρα πολλοί στο σύμπαν και ακόμα περισσότεροι στο μετά το χάος, Μετασύμπαν*… Επιτρέπονται τα αστεία ε;) θα μπορούσε από την πρώτη κιόλας ανάγνωση να αντιληφθεί, ότι και σε άλλες λέξεις που αρχίζουν από το γράμμα «ζήτα» (Ζ), φαίνεται έμμεσα η δύναμη του δεσμού στην λέξη, όπως π.χ. στη λέξη «Ζάκυνθος: Το νησί του Ιονίου πελάγους Ζάκυνθος ανήκε στο βασίλειο του Οδυσσέα…». Το αρχικό γράμμα «ζήτα» (Ζ) του ονόματος «Ζάκυνθος*», ίσως συμβολίζει τον δεσμό του (σαν το πιο απομακρυσμένο από τα άλλα) με το υπόλοιπο νησιώτικο σύμπλεγμα και βασίλειο του Οδυσσέα.
Σημ.*: Το όνομα όμως «Ζάκυνθος» ίσως να προέκυψε από το αχώριστον προθεματικόν μόριον «ζα-» που σημαίνει λίαν και «υάκινθος» που είναι ο υάκινθος, το ζουμπούλι, εάν το νησί ήταν κατάφυτο από υάκινθους, κάτι που θα μπορούσε ίσως να διαπιστώσει η αρχαιολογία από την αγγειοπλαστουργία… των αρχαίων χρόνων.
ζα - + υάκινθος → ζαϋάκινθος → Ζυάκινθος → Ζάκυνθος
Είναι τυχαίο άραγε που οι Ενετοί Κατακτητές αποκαλούσαν την Ζάκυνθο «φιόρο του Λεβάντε»; Σίγουρα όχι για όσους βρέθηκαν κάποιαν Άνοιξη σε αυτούς τους Πανέμορφους Βοτανικούς Κήπους που ονομάζονται Επτάνησα.
Το όνομα Ζάκυνθος όμως ίσως προέκυψε από το αχώριστον προθεματικόν μόριον «ζα-» που σημαίνει λίαν και την λέξη «άκυλος» που είναι «ο καρπός του πουρναριού (πρίνου) φαγώσιμος, ο λεγόμενος και βάλανος», εάν η «υλήεσσα Ζάκυνθος» ήταν κατάφυτη από αυτό το είδος της βαλανιδιάς.
Από τον Υάκινθον… του Απόλλωνα, ίσως προέκυψε και το όνομα της νήσου Κύθνου. Όπως το ιερό της Καρθαίας… στην διπλανή Κέα έτσι και η Κύθνος βρίσκεται αρκετά πλησίον της Ιερής νήσου Δήλου. Σύμφωνα με το «ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ» των Henry G. Liddell – Robert Scott: «Κύνθος, ο, όρος της Δήλου, ένθα εγεννήθησαν ο Απόλλων και η Άρτεμις, Ομ.Υμ. εις Απολλ. 26.- όθεν ο Απόλλων καλείται Κύνθιος…». Δεν αποκλείεται φυσικά να έχουν δίκαιο όσοι ισχυρίζονται, ότι το όνομα «Κύθνος» ίσως προέκυψε από το προομηρικό ρήμα «κεύθω» που σημαίνει κρύπτω.
Άλλη λέξη στην οποία φαίνεται έμμεσα ο δεσμός, είναι η λέξη «Ζέλεια»: Πόλη της Τρωάδας… Στις πόλεις όπως και στους δήμους υπάρχουν κοινωνικοί δεσμοί.
Άλλη σημαντικότατη λέξη, στην οποία το αρχικό γράμμα «ζήτα» (Ζ) ίσως συμβολίζει δεσμό, είναι η λέξη «ζόφος» που σημαίνει ο Άδης, η δύση (γενικά σημαίνει το σκοτάδι). Η λέξη «ζόφος» ίσως σημαίνει (περιγράφει) αυτή την κατάσταση στην οποία δεσμεύεται το φάος ή φόως (φως).
Κατά συνέπεια και στην λέξη «ζωγρέω» που σημαίνει πιάνω ζωντανό, ίσως να υπάρχει η δήλωση του δεσμού.
Σίγουρα όμως, εάν κάποιος ψάξει μέσα σε έναν άλλον θησαυρόν, το «ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ» των Henry G. Liddell – Robert Scott που καλύπτει όμως και πολύ μεταγενέστερες του Ομήρου εποχές, θα ανακαλύψει (αποκαλύψει) και άλλες λέξεις, που είτε αρχίζουν με το γράμμα «ζήτα» (Ζ), είτε απλώς περιέχουν στο γραφολογικό κέντημα τους το γράμμα «ζήτα» (Ζ), ενώ στην ουσία κατάγονται από λέξεις που αρχίζουν ή περιέχουν το γράμμα «δέλτα» (Δ). Χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξουμε στον εν λόγω θησαυρόν, απλώς σημειώνουμε την λέξη «ζημιώδες», την οποίαν αναφέρει ο Σωκράτης στη σελίδα 169 του βιβλίου «Κρατύλος», η οποία προέκυψε από την λέξη «δημιώδες», η οποία γεννήθηκε από το «δούντι το ιόν» (δένω το κινούμενο).
Στα απομνημονεύματα των Αγωνιστών του 1821, κάποιο ρούχο ονομάζεται «σιγκούνι*». Ίσως είναι αυτό το οποίο στην Κύπρο ονομάζεται «ζιμπούνιν». Η λέξη αυτή ίσως προέρχεται από το «διάγκωνο».
Σημ.*: Σιγκούνι ή σεγγούνι, σύμφωνα με το «ΝΕΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ» του Δ. Δημητράκου: «είδος μαλλίνου επενδύτου των χωρικών…».
Η «τουρκική» λέξη «ζαπτιές» ή «ζαφτιές» που σημαίνει αστυνομικός και μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιείτο ευρύτατα στην Κύπρο, περιέχει το γράμμα «ζήτα» (Ζ) του δεσμού όπως ο «ζυγός». Ίσως η «τουρκική» λέξη «ζαπτιές» να προέρχεται από την προομηρική λέξη «άπτω» που σημαίνει μεταξύ άλλων, «πιάνω». Από την ίδια προομηρική λέξη «άπτω», ίσως βγαίνει και η επίσης «τουρκική» λέξη «ζάφτιν», της οποίας η χρήση στην Κύπρο τερματίστηκε λίγα χρόνια πριν αποβληθεί από την γλωσσική συνείδηση του λαού η λέξη «ζαπτιές» ή «ζαφτιές». «Ζάφτιν» σημαίνει περιορισμός. Όταν κάποιο παιδί ήταν π.χ. τρομερά άτακτο, έλεγαν με οίκτο για την μάνα του: «Εν τον κάμνει ζάφτιν» (δηλαδή, δυσκολεύεται να τον … «μαζέψει» - ελέγξει).
Στη σελίδα 227 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «… είπες ότι είναι απαραίτητο όποιος καθορίζει τα ονόματα, να τα ορίζει ως γνώστης των πραγμάτων που ονομάζει… Από ποια ονόματα έμαθε ή ανακάλυψε τα πράγματα, αν βέβαια τα πρώτα ονόματα δεν είχαν δοθεί ακόμη, … Πως λοιπόν θα πούμε ότι ενήργησαν αυτοί, ότι δηλαδή έδωσαν τα ονόματα ως γνώστες των πραγμάτων…». Ενώ στη σελίδα 229 και 231 λέει τα εξής: «Είναι όμως φανερό ότι πρέπει ν’ αναζητήσουμε κάτι άλλο εκτός από ονόματα που θα μας φανερώσει, δίχως τη μεσολάβηση ονομάτων, ποια από αυτά είναι αληθινά, αποκαλύπτοντάς μας την αληθινή ουσία των όντων … Αν λοιπόν ισχύουν τούτα, είναι δυνατόν, Κρατύλε, να γνωρίσουμε τα όντα χωρίς μεσολάβηση των ονομάτων… δεν συμφωνήσαμε επανειλημμένως ότι τα σωστά καθορισμένα ονόματα μοιάζουν με εκείνα στα οποία έχουν αποδοθεί ως ονόματα και πως είναι απεικονίσεις των πραγμάτων; … Αν λοιπόν είναι δυνατό να γνωρίσουμε κατ’ εξοχήν τα πράγματα διά των ονομάτων και επίσης διά των ίδιων των πραγμάτων, σε ποια περίπτωση η μάθηση θα ήταν ωραιότερη και σαφέστερη; Από την εικόνα, μπορούμε να καταλάβουμε αν αυτή η ίδια έχει απεικονιστεί σωστά, και να μάθουμε επίσης την αλήθεια της οποίας είναι εικόνα, ή από την αλήθεια να μάθουμε την ίδια (την αλήθεια) και την απεικόνισή της, αν έχει κατασκευαστεί όπως πρέπει;…». Ενώ στις σελίδες 183 και 185 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Λέω επομένως το εξής: έχουν τα πράγματα το δικό τους ήχο και σχήμα και πολλά από αυτά το δικό τους χρώμα;... Δεν νομίζεις ότι κάθε πράγμα έχει την ουσία του, όπως το χρώμα και όλα τα άλλα που τώρα λέγαμε; Και πρώτα στο χρώμα και στη φωνή δεν υπάρχει κάποια ουσία…; Άραγε επειδή με γράμματα και με συλλαβές επιτυγχάνει τη μίμηση της ουσίας…;»
Ίσως δηλαδή στα «πράγματα» (όπως τα αναφέρει ο Σωκράτης) να δόθηκαν ονόματα από τους πρωτόγονους ανθρώπους, ανάλογα με το σχήμα, το μέγεθος, την πυκνότητα – στερεότητα, την γλοιότητα, την ρευστότητα… την οσμή, την εμφάνιση, τον ήχο που ίσως προκαλούν, την εντύπωση που αφήνουν με την αφή, όλα αυτά σε σχέση κυρίως με τις κινήσεις της γλώσσας, των χειλέων, των δοντιών, αλλά και των μιμητικών μυών του προσώπου. «Επειδή με το δέλτα η γλώσσα πιέζεται… φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμη τους χρήσιμη για τη δήλωση του «δεσμού»…» όπως μας λέει ο Σωκράτης. Ίσως π.χ. η πρώτη αναφορά του πρωτόγονου ανθρώπου για το δέντρο να ήταν απλώς ένας ήχος «δ…δ…δ…», είτε λόγω της σκληρότητας και αντοχής του ξυλού στην κατασκευή … π.χ. εργαλείων και «οικιακών» (Τρωγλοδυτικών) σκευών (π.χ. για την λέξη «δαυλός» στην προομηρική μας γλώσσα υπάρχουν αντίστοιχες λέξεις όπως π..χ «δαλός», που αρχίζουν από το γράμμα «δέλτα» (Δ)), είτε λόγω της δύναμης που έπρεπε να καταβάλλουν με τα δόντια οι Πρωτόγονοι Τροφοσυλλέκτες – βαλανιδοφάγοι … για να σπάζουν τα βαλανίδια… Ακούσατε κάποια φορά τι πρωτόγονους ήχους αφήνουν οι εντελώς ανεκπαίδευτοι κωφάλαλοι* (κυρίως ηλικιωμένοι) στην προσπάθεια τους να εκφραστούν; Από αυτούς τους κωφάλαλους ίσως έχουμε να μάθουμε ή να συμπεράνουμε αρκετά, όσον αφορά την εξέλιξη της Πρωτόγονης γλώσσας.
Σημ.*: Το πρώτο συνθετικό της λέξης «κωφάλαλος» είναι η προομηρική λέξη «κωφός» που σημαίνει μεταξύ άλλων, χωρίς ήχο, άηχος. Η προομηρική αυτή λέξη όμως, σημαίνει και αμβλύς και αναίσθητος. Από όλες αυτές τις σημασίες της προομηρικής λέξης «κωφός», ίσως προέκυψε η λέξη «κουφή» ή «κούφος», όπως λέμε εδώ στην Νοτιοανατολικήν Ελλάδα (Κύπρο) την οχιά. Η οχιά όπως και όλα τα φίδια (η φιδόσαυρα αν και σε ξεγελά δεν είναι φίδι) σε αντίθεση με τα ερπετά, δεν διαθέτουν ακουστικούς πόρους και κατά συνέπεια είναι «αναίσθητα» στους ήχους. Από την προομηρική λέξη «κωφός» ίσως προέκυψε κατά συνέπεια και η λέξη «όφις» (το φίδι). Για ακόμα μια φορά το γράμμα «κάππα» (Κ) της λέξης «κωφός» ενισχύει την άποψη μου, ότι το γράμμα αυτό εμποδίζει… σε αυτή την περίπτωση τη ροή του ήχου.
Το 1996 ο Κυριάκος Χατζηιωάννου εξέδωσε το «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ». Στη σελίδα 95 γράφει τα εξής: «κουφή η, η οχιά. Η λ. από το επίθ. κουφή, αφού εκτόπισε το ουσ. ασπίς, στο οποίο ήταν προσκολλημένο και πήρε τη θέση του ως ουσιαστικό, ασπίς κωφή>κουφή. Πβ. ψαλμοί 57 (58)4: «ωσεί ασπίδος κωφής και βυούσης τα ώτα αυτής». Στον Αιλιανόν Περί ζώων ιδιότητος 8.13 αναφέρεται και δηλητηριώδης όφις κωφίας, αλλά από τούτο δεν μπορεί να παραχθή ετυμολογικά το κουφή.» Ίσως να έχει δίκαιο ο Κυριάκος Χατζηιωάννου ότι «από τούτο δεν μπορεί να παραχθή ετυμολογικά το κουφή». Νομίζω όμως, χωρίς να είμαι σίγουρος, για αυτό θα αποφανθούν οι Επαΐοντες… ότι πηγαίνοντας εκατοντάδες εάν όχι χιλιάδες χρόνια πιο πίσω, στην Προομηρική μας γλώσσα, μπόρεσα να εντοπίσω την Ρίζα και να ετυμολογήσω τις λέξεις «κουφή» και «κούφος» που ναι έχουν ετυμολογική συγγένεια (κοινή ρίζα) με το «όφις κωφίας».
Νομίζω ότι ένα «λάθος» (Έγκλημα) που διέπραξαν κάποιοι Κύπριοι λεξικογράφοι είναι ότι «αγνόησαν»… την Πηγή της Γνήσιας Κυπριακής μας Τοπολαλιάς που είναι η Προομηρική Μας Ελληνική Γλώσσα. Εάν αυτό συνέβη, τότε χρειάζεται Ριζική Αναθεώρηση των λεξικών που συνέγραψαν και Αποκατάσταση της Αλήθειας.
Υπάρχει ένα θηλαστικό στην Αφρική που όπως πολλά άλλα κτίζει την φωλιά του κάτω από την γη. Όταν βγαίνει στην επιφάνεια για να τραφεί… μόλις αντιληφθεί ένα κίνδυνο που απειλεί το είδος του, θηλαστικό, φίδι ή αετό, αναλόγως του κινδύνου, βγάζει ένα χαρακτηριστικό ήχο για να ειδοποιήσει την ομάδα του, για τον συγκεκριμένο κίνδυνο που τα απειλεί. Ένα οικείο παράδειγμα είναι ότι, η γάτα, με διαφορετικό τρόπο καλεί τα γατάκια όταν επιστρέφει, διαφορετικό ήχο αφήνει όταν είναι ικανοποιημένη από το φαγητό της και διαφορετικά ακούγεται αυτό το «χ…χ…χ…» που αφήνει όταν αισθανθεί ότι απειλείται. Αυτό το «χ…χ…χ» του κινδύνου είναι κοινό σε πολλά πλάσματα …γάτες, … χελώνες*,… χήνες…
Σημ.*: Ίσως το αρχικό γράμμα «χι» (Χ) του ονόματος της, η χελώνα… να το οφείλει σε αυτό τον χαρακτηριστικό ήχο που αφήνει όταν αισθανθεί ότι απειλείται και αποτραβιέται ταυτόχρονα στο καβούκι της. Υπάρχουν μέχρι σήμερα ξεκάθαρα ηχομιμητικές λέξεις, όπως «μουγκρίζω» (από τον ήχο που αφήνει η αγελάδα) ή «μπουμπουνίζει» (από τον ήχο που ακούγεται όταν βροντά)… Ίσως όμως το αρχικό γράμμα «χι» (Χ) της χελώνας έχει σχέση με την προομηρική λέξη «χαμαί» την οποία χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα στην Κύπρο και σημαίνει καταγής, κάτω.
Στη σελίδα 153 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Και τα ονόματα «άρρεν» και «ανήρ» είναι συγγενικά με το «άνω ροή».». Τι να εννοεί άραγε ο Σωκράτης με αυτό το «άνω ροή»; Την εξήγηση ίσως μπορέσουμε να τη βγάλουμε συμπερασματικά σε σχέση με αυτά που λέει αμέσως πιο κάτω για την γυναίκα. «Η «γυνή» μου φαίνεται ότι σημαίνει «γονή» (γέννηση), ενώ το «θήλυ» νομίζω πως πήρε το όνομα του από τη «θηλή» και η «θηλή», Ερμογένη, ονομάστηκε έτσι από το «τεθηλέναι» (κάνω κάτι να θάλλει), όπως όσα αρδεύονται;». Κατά συνέπεια αυτή η συγγενική με τα ονόματα «άρρεν» και «ανήρ» «άνω ροή», ίσως δεν είναι άλλη από την ανδρική στύση, την οποία είτε παρέλειψε να αναφέρει ο Σωκράτης, είτε κλάδεψε η μοναστηριακή λογοκρισία των αντιγραφέων… Αυτή η «άνω ροή», του Σωκράτη, είναι ίσως η στύση του ανδρικού οργάνου, το οποίο (όργανο) ο λαός μέχρι σήμερα αποκαλεί «πουλλίν». Γιατί αποκαλεί ο λαός σκωπτικά μέχρι σήμερα το ανδρικό μόριο «πουλλίν»; Απλούστατα διότι την μια απογειώνεται (άνω ρέει) και την άλλη προσγειώνεται (κάτω ρέει αλλά και κατουρά).
Η λέξη «πουλί» για τα γυναικεία εξωτερικά όργανα είναι μάλλον μεταγενέστερη και χρησιμοποιείται «κατ’ οικονομίαν». Είναι όπως το «καληνύχτα» που πολλοί λένε από συνήθεια όταν πηγαίνουν για τον μεσημεριανό τους ύπνο, ενώ γνωρίζουν ότι δεν είναι νύχτα.
Το «πουλί» ίσως και να προέκυψε από τον «κούκο» (Δία) της θεάς Ήρας, όπως ίσως και η μεταγενέστερη έκφραση: «Δεν του κάνει κούκου».
Η θεά Ήρα ήταν η προστάτιδα του γάμου και των γεννήσεων. Για το λόγο αυτό της αποδίδονταν και τα επίθετα Ειλείθυια, Γαμηλία, Τελεία, Ζυγία (έχουμε και σε αυτή την λέξη το ζήτα του δεσμού).
Θα ήταν λογικό να ισχυριστεί κάποιος, ότι άσχετα από ποιες ιδιότητες της γυναίκας προέκυψε η λέξη «γυνή» και η λέξη «θήλυ», αυτή η συγγενική με την λέξη «άρρεν» και «ανήρ», «άνω ροή», που αναφέρει ο Σωκράτης στην σελίδα 153 του βιβλίου «Κρατύλος», δεν συμβολίζει τίποτε άλλο, παρά μόνο την ανάπτυξη, το σωματικό ύψος του ανδρός, που ολοκληρώνεται μετά την εφηβική ηλικία.
Στη σελίδα 135 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Λοιπόν, αν το θέλεις, το όνομα Άρης προέρχεται από το «άρρεν» και από την ανδρεία. ή αν θέλεις πάλι από τον σκληρό και άκαμπτο χαρακτήρα, που ονομάζεται «άρρατον», και έτσι σε πολεμικό θεό ταιριάζει οπωσδήποτε να ονομάζεται «Άρης».». Αυτή όμως η ρίζα – νδρ- της λέξης «ανδρεία» υπάρχει και σε μιαν άλλη σημαντική λέξη – όνομα*
Σημ.*: Στη σελίδα 175 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Πατέρας της Επιστήμης της Γλωσσολογίας Σωκράτης, δίνει ένα σημαντικότατο ορισμό του ονόματος, λέγοντας τα εξής: «… το όνομα είναι το αποτέλεσμα της αναζήτησης. Ίσως το καταλάβεις καλύτερα με το λεγόμενο «ονομαστόν». εδώ δηλώνεται σαφώς ότι είναι «ον ου μάσμα εστίν» (αυτό από το οποίο προέρχεται).».
με «σκληρό και άκαμπτο χαρακτήρα», στη λέξη «δένδρον». Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο σοφός ονοματοδότης με τα γράμματα – δρ- έφτιαξε τις προομηρικές λέξεις «δροτήτα» που σημαίνει ανδρικότης, δύναμη, ρώμη, ακμή και «αδροτής» που σημαίνει, τέλεια ωριμότητα, μέστωση του ήδη ανεπτυγμένου σώματος, ανδρική δύναμη, ακμή, αλλά και την επίσης προομηρική λέξη «δρυμά» που σημαίνει το δάσος, ο δρυμός.
Το δέντρον στην προομηρική μας γλώσσα λεγόταν «δένδρεον». Για το γράμμα «δέλτα» (Δ) λέει ο Σωκράτης στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος» τα εξής: «Επειδή με το δέλτα η γλώσσα πιέζεται… φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμή τους χρήσιμη για τη δήλωση του «δεσμού»…». Η δήλωση της δύναμης του δεσμού στην περίπτωση της λέξης «δένδρεον», ίσως αντικατοπρίζεται στον κορμό του δέντρου. Για το γράμμα «νυ» (Ν) στην ίδια σελίδα, ο Σωκράτης λέει τα εξής: «… με το νι, ονόμασε με τούτο το «ένδον» και το «εντός», σαν να ήθελε με τα γράμματα να μιμηθεί τις ενέργειες.». Το γράμμα «νυ» (Ν) στην προομηρική λέξη «δένδρεον», ίσως συμβολίζει αυτή την εσωτερικήν ενέργεια, η οποία ωθεί το «δένδρεον» στο «-ρέον» (από το «ρέω»), το οποίο «-ρέον» (ρέω) είναι αντίστοιχο του «άνω ροή», που είναι συγγενικό προς το «ανήρ» και την «ανδρεία». Η κατάληξη «-δρέον», της λέξης «δένδρεον», ίσως όμως να συμβολίζει την δύναμη της δέσμης των ριζών.
Έναν από τα πιο περιφρονημένα από τους πολλούς σήμερα, αλλά από τα σημαντικότερα δέντρα στον αγώνα για επιβίωση της Ελληνικής Φυλής από τότε, πριν χιλιάδες χρόνια, όταν ο Πρωτοέλληνας ήταν τροφοσυλλέκτης μέχρι πρόσφατα, κατά την διάρκεια της βάρβαρης ναζιστικής κατοχής της Ελλάδας Μας, είναι η Βαλανιδιά. Μας έθρεψε πριν χιλιάδες χρόνια, όταν είμασταν «βαλανοφάγοι» αλλά και πρόσφατα σε περιόδους πείνας. Προκειμένου να ετοιμάσουμε το φαγητό μας ή για να ζεσταθούμε, … για χιλιάδες χρόνια, «αφήναμε ακόμα και τους γάμους για να πάμε για πουρνάρια» (θαμνοβαλανιδιές). Υπάρχουν περισσότερα από δεκαπέντε ήδη. Ίσως υπάρξει μελλοντικά εκτενέστερη αναφορά για το περιφρονημένο αυτό δέντρο που εξυπηρέτησε την Ελληνική Φυλή για χιλιετίες…
Το όνομα της το οφείλει στον καρπό της. «Βάλανος» είναι το βαλανίδι. Το προομηρικό της όνομα ήταν «δρυς». «Δρυς» όμως δεν ήταν μόνο η δρυς, η βαλανιδιά, αλλά και το δένδρο γενικά. Ενώ «δρυμός», στην προομηρική μας γλώσσα «δρυμά», δεν λέγονται μόνο τα δρυοδάση αλλά γενικά τα δάση, όπως και «δρυτόμος» δεν ήταν αυτός που αποκλειστικά έκοβε βαλανιδιές αλλά γενικά ο ξυλοκόπος, ο υλοτόμος. Κατά συνέπεια ο Μένανδρος στο γνωμικό του «δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται», ίσως δεν εννοεί απλώς την βαλανιδιά – δρυ, αλλά γενικά το δέντρο.
Από την λέξη «δρυς» που σημαίνει «δρυς», «βαλανιδιά», αλλά και το δένδρο γενικά, ίσως προέκυψε η προομηρική λέξη «δόρυ», που σημαίνει εκτός από «δόρυ» και το «ξύλον γενικά, κορμός, δοκός (καθ’ όσον αυτά παρουσιάζονται χωρισμένα από τα δένδρα και έτοιμα για κατεργασία ή και κατεργασμένα)». Κατά συνέπεια από αυτή την τελευταία σημασία της λέξεως «δόρυ», γεννήθηκε και η λέξη «δούρειος». Η φράση «δούρειος ίππος» σημαίνει «ξύλινο άλογο». Επειός είναι το όνομα του στρατιώτη – πελεκάνου* που κατασκεύασε εκείνην την πολεμικήν μηχανήν, (Δούρειον Ίππον*), η οποία χρησιμοποιήθηκε για την Ιστορικότερην… μέχρι σήμερα Καταδρομικήν Επιχείρησην.
Σημ.*: Το πρώτον ίσως Τ.Ο.Μ.Π. (τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού)
Σημ.*: Έτσι λέμε τον μαραγκό Εδώ στην αλύτρωτην Νοτιοανατολικήν Ελλάδαν (Κύπρον) και προέρχεται μάλλον, προς Γνώση, Συμμόρφωση και Ανάρρωση των Αφελληνισμένων Εθνομηδενιστών, από το προομηρικό Μας «πελεκκάω» που σημαίνει κόβω με πέλεκυ.
Κατ’ ανάλογο τρόπο, από το προομηρικό ρήμα «δαιδάλλω» που σημαίνει «με τέχνη εξεργάζομαι», «ποικίλω», προέκυψε και το όνομα – παρωνύμιον «Δαίδαλος», που αντιστοιχεί σήμερα στην προσφώνηση, με το «ε μάστορα…», «ε μάστρε…», «Ε Δαίδαλε…».
Από την λέξη «δρυς» που σημαίνει «Βαλανιδιά» αλλά και το δένδρο γενικά, ίσως προέκυψε και η προομηρική λέξη «δρέπω», που σημαίνει «κόπτω», ασχολούμαι («έπω») με τα δένδρα… Από το «δρέπω» ίσως προέκυψαν και οι προομηρικές λέξεις «δρεπάνη» και «δρέπανον».
Δένδρα πολλά, εξ’ όσων όμως γνωρίζω, κανέναν άλλο δένδρο δεν ονομάζεται σήμερα και δένδρο εκτός από την βαλανιδιά. Σε πολλά χωριά οι χωρικοί τα ονομάζουν μέχρι σήμερα δένδρα. Κάποτε συνέβηκε η εξής παρεξήγηση. Βρέθηκα προσκυνητής στην Πανέμορφη Ήπειρο, σε ένα ουσιαστικά ερημωμένο μικρό χωριό, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, κοντά στην κοίτη του Αχελώου ποταμού. Στην μικρή αλλά περιποιημένη πλατεία, υπήρχε αντί για τον συνηθισμένον πλάτανο, μια βαλανιδιά. Ένας ηλικιωμένος κάτω από το άνδηρον της πλατείας εργαζόταν στο κηπάριον του. Αφού χαιρετιστήκαμε τον ρώτησα: «Τι δένδρον είναι αυτό;» «Δένδρον» μου απάντησε. «Ναι αλλά, τι δένδρον είναι;» τον ρώτησα. «Δένδρον» μου ξαναείπε. Νόμισα ότι δεν άκουε καλά και επανέλαβα την ερώτηση πιο καθαρά και πιο δυνατά. Θύμωσε, μου γύρισε την πλάτη και συνέχισε να σκαλίζει… Έφυγα απορημένος*. Μετά έμαθα ότι η βαλανιδιά ονομάζεται και δένδρον.
Σημ.*: Μελετώντας τα απομνημονεύματα των Αγωνιστών του 1821, διαπίστωσα, ότι κάποιες από τις εμφύλιες συγκρούσεις (εκτός από τους εμφυλίους πολέμους, είχαμε και εμφύλιες συγκρούσεις εντός της ιδίας παράταξης) ήσαν αποτέλεσμα της κακής χρήσης της γλώσσας, σαν αποτέλεσμα του σκοταδιού που επικρατούσε στους αιώνες της Μαύρης Συμβίωσης (Κατοχής). Άλλα έλεγε ο ένας, άλλα καταλάβαινε ο άλλος…
Η ίδια η προομηρική λέξη «δρυς» που σημαίνει και δένδρο ίσως προέρχεται από την επίσης προομηρική λέξη «δένδρεον» που είναι το δένδρον. Υπάρχει όμως ενδεχόμενο η λέξη «δένδρεον» να προέκυψε από την λέξη «δρυς», όπου το γράμμα «δέλτα» (Δ) του δεσμού συμβολίζει ίσως τον κορμό και την αντοχή* του ξύλου σαν υλικό… ενώ το γράμμα «ρω» (Ρ) συμβολίζει ίσως, είτε την ροή-ανάπτυξη του κορμού, είτε τις ρίζες. Κατά συνέπεια η σημερινή λέξη «δέντρον» ίσως εξελίχθηκε σταδιακά ως εξής:
«δ…δ…δ…» → …δρυς → … δένδρεον → … δένδρον → … δέντρον
«Κέντρον». Έτσι αποκαλούν την κέδρον σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας Μας σήμερα. Η λέξη «κέδρος», η οποία περιέχει επίσης τα γράμματα – δρ - , όπως οι λέξεις «δένδρεον» και «δρυς», είναι επίσης προομηρική όπως είναι προομηρική και η λέξη «δρίος» που σημαίνει λόχμη, τόπος θαμνώδης. Ένας πυκνά θαμνώδης τόπος, όπως είναι ο λόγγος είναι «δριμύς» (κοπτερός), κάτι που διαπίστωσαν όσοι περπάτησαν μεταξύ θαμνοβελανιδιών (είδος δρυός – πουρνάρι) και έχουν γρατσουνισθεί. Η αντίστοιχη λέξη για το «γρατσουνίζω», «σχίζω», στην προομηρική μας γλώσσα είναι «δρύπτω».
Αυτός ο κοπτερός κίνδυνος που απειλεί κάποιον ο οποίος θα δοκιμάσει να διασχίσει τόπο θαμνώδη (δρίος), αποτελούμενο από θαμνοβαλανιδιές (δρύες), εκφράζεται ίσως με το δεύτερο συνθετικό της λέξης «δρίος» που σημαίνει βέλος (ιός).
Οι οπαδοί της θεωρίας της εξέλιξης όπως την διατύπωσε ο Δαρβίνος*, χαίρονται όταν αποκαλύπτονται κάποια ενδιάμεσα στάδια που ενισχύουν τις απόψεις τους.
Σημ.*: Ενώ το ευάλωτον στον αέρα «φύλλον», αρχίζει από το γράμμα «φει» (Φ), για το οποίον ο Σωκράτης λέει στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος» τα εξής: «επίσης με το φι…επειδή όταν τα προφέρουμε δημιουργούμε αέρα, έχει ονομάσει με τα γράμματα αυτά όλα τα τέτοιου είδους πράγματα…».
Σημ.*: Χιλιάδες χρόνια πριν τον Δαρβίνον, οι Έλληνες μιλούσαν για τις γοργόνες… που ήσαν μισός Άνθρωπος και μισός ψάρι, ενώ ο Σωκράτης στη σελίδα 121 του βιβλίου «Κρατύλος», μιλώντας για τον «Ποσειδώνα» λέει: «… «Ποσίδεσμος» (με δεμένα πόδια)». Παρεμπιπτόντως, προσέξατε το γράμμα «δέλτα» (Δ) του δεσμού στο πανάρχαιο όνομα «Ποσειδών»… όπως και στο όνομα της Γοργόνας Μέδουσας;
Η προομηρική λέξη «κέδρος» είναι πλησιέστερη και προς την λέξη «δρυς» και προς την λέξη «δένδρεον», σε σχέση με την λέξη «δρυς» ως προς την λέξη «δένδρεον». Ίσως η εξέλιξη της λέξης (ονόματος σύμφωνα με τον Σωκράτην) έχει ως εξής:
«δ…δ…δ…» → …δρυς → …κέδρος → … δένδρεον → … δένδρον → … δέντρον
Εκτός όμως από τις προομηρικές μας λέξεις «δένδρεον», «δρυς», «κέδρος», τα γράμματα «-δρ-» υπάρχουν και σε άλλα δένδρα, όπως π.χ. στο «σκλήδρο» («κλήθρη,η = σκλήθρα, κλέθρα, ο σκλήθρος, δέντρο συγγενικό με τη βελανιδιά…» και στην «αντρουκλιά» (ανδράχνη, είδος κουμαριάς). Κυπριακή Βλάστηση, Ελληνική Ρίζα γαρ.
Άνθρωπος και Άδρωπος…
Ο ερευνητής Κώστας Κύρρης, λίγο πριν το τέλος της ζωής του, μιλώντας από το ραδιόφωνο αναφέρθηκε στη «σύνθετη σκέψη»… Περπατώντας κάποτε με μια γνωστή μου, είδαμε ένα γάτο να έρχεται από απέναντι προς το μέρος μας. «Τι ωραίος γάτος!» μου είπε. «Που το ξέρεις ότι είναι γάτος και όχι γάτα, αφού μόνο το πρόσωπο του φαίνεται» την ρώτησα. «Οι αρσενικοί γάτοι έχουν πιο αδρό πρόσωπο» μου είπε…
Στη σελίδα 111 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «…το όνομα «άνθρωπος» σημαίνει ότι, ενώ κάθε άλλο ζώο δεν ερευνά ούτε στοχάζεται για ό,τι βλέπει, ούτε «αναθρεί» (κοιτάζει προς τα πάνω), ο άνθρωπος και βλέπει – αυτό θα πει «όπωπε» - και «αναθρεί» και στοχάζεται για ό,τι «όπωπε» (έχει δει). Γι’ αυτό απ’ όλα τα ζώα μόνο ο άνθρωπος ονομάστηκε σωστά «άνθρωπος», ως «αναθρών α όπωπε» (γιατί εξετάζει όσα έχει δει).»
Κάποιοι ηλικιωμένοι άνθρωποι στην Κύπρο και ιδιαίτερα στα χωριά, χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα την λέξη «άδροπος*» για τον άντρα. Οι νεότεροι και ιδιαίτερα στις πόλεις, αν και γνωρίζουν την λέξη, αποφεύγουν να την χρησιμοποιήσουν, διότι την θεωρούν υποτιμητική για τις γυναίκες. Ίσως και για αυτόν τον λόγο οι Κύπριοι λεξικογράφοι απέφυγαν να καταχωρήσουν την λέξη «άδροπος*» στα λεξικά τους, προφανώς για να την θάψουν και να την εξαφανίσουν. Ο Κυριάκος Χατζηιωάννου στο «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΟΜΙΛΟΥΜΕΝΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ», εκδόσεις «ΤΑΜΑΣΟΣ», Λευκωσία 1996 δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά. Ο Κωνσταντίνος Γιαγκουλλής στο βιβλίο του «ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ», Λευκωσία 2002, όπως και στις προηγούμενες εκδόσεις, ενώ αποφεύγει την γνωστή λέξη «άδροπος» που σημαίνει «άνδρας», (γράφει απλώς για το «αδρωπεύκω» και σε παραπέμπει στο «αγρωπεύκω», όπως γράφει επίσης για την λέξη «αδρωπήσιμος»…) αναφέρεται στην ουσιαστικά άγνωστη λέξη «άγρωπος» και την ερμηνεύει σαν «άνθρωπος». Και όμως η Αρχαιοκυπριακή λέξη «άδροπος», ίσως δεν έχει καμίαν ουσιαστικά σχέση με την λέξη «άνθρωπος», της οποίας την υπέροχη ετυμολογία παρουσίασε ο Σωκράτης. Η αρχαιοκυπριακή λέξη «άδροπος», ίσως προέκυψε από την Προομηρική λέξη «αδροτής», διότι συνήθως οι άνδρες είναι σωματικά πιο εύρωστοι, πιο αδροί, αλλά και πιο δυνατοί από τις γυναίκες. Για την λέξη «αδροτής» το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου γράφει τα εξής: «αδροτής-ήτος, η (αδρός), μόνο στην αιτιατική η αδροτήτα = τέλεια ωριμότητα, μέστωση του ήδη ανεπτυγμένου σώματος, ανδρική δύναμη, ακμή… (βλ. λ. ανδροτής)».
Αυτός ο συνδυασμός γραμμάτων -δρ- της προομηρικής λέξης «αδροτής» και της λέξης «αδρός», ίσως έχει σχέση με το -δρ- της προομηρικής λέξης «δένδρεον» (δένδρον) σε αντίθεση με… τις εύθραυστες «κορούες» (βλαστούς).
Κατά συνέπεια η εξέλιξη των σχετικών λέξεων ίσως έχει ως εξής:
ανήρ ανδροτής → άνδρας → αδρός → αδροτής → άδροπος
Σημ.*: Εάν η λέξη «άδρωπος» προέκυψε από την λέξη «αδρός» και όχι από την λέξη «άνθρωπος» ίσως είναι καλύτερα να την γράφουμε με όμικρον. «Άδροπος»
Σημ.*: Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ήταν σκόπιμη η μη καταχώρηση της λέξης «άδρωπος» στα λεξικά της «Κυπριακής» διαλέκτου. Δυστυχώς όμως σκοπιμότητες που είναι ταυτόσημες με παραχάραξη της Αλήθειας, δεν είναι άγνωστο φαινόμενο. Μου έλεγε χαρακτηριστικά η Δασκάλα Ελένη Φωκά, ότι όταν επέστρεφε από τα Κατεχόμενα εδάφη Μας και πήγαινε στις αρμόδιες υπηρεσίες για να καταγγείλει τα βάσανα που υφίστανται οι Σκλαβωμένοι από τους τούρκους Έλληνες, ενόσω περιορίζετο στα εγκλήματα που διαπράττουν κατά των Ελλήνων οι νεοέποικοι τούρκοι, ο δημόσιος υπάλληλος έγραφε κανονικά. Μόλις άρχιζε να αναφέρεται στα εγκλήματα που διαπράττουν κατά των Σκλαβωμένων Ελλήνων οι Παλαιο-Έποικοι τούρκοι (τουρκο«κύπριοι»), ο δημόσιος υπάλληλος της έλεγε: «Όχι, όχι αυτά, αυτά δεν μπορώ να τα γράψω, διότι με τους τουρκο«κύπριους» θα συμβιώσουμε».
Πολλές φορές ο λαός όταν ονοματοδοτεί, ονοματοδοτεί ορθά. Οι μη μορφωμένοι και κατά συνέπεια όσον αφορά την Γνήσιαν Κυπριακήν Τοπολαλιάν λιγότερο παραμορφωμένοι, κυρίως ηλικιωμένοι χωρικοί, οι οποίοι εδώ και χιλιάδες χρόνια διασώζουν προομηρικές λέξεις της Γνήσιας Ελληνικής Μας Τοπολαλιάς, ενώ πολύ ορθά με πείσμα επιμένουν να αποκαλούν τον άνθρωπον, άθθρωπον και τον άνδραν, άδροπον, δεν λένε την κουκουβάγια αδροποπούλλιν, αλλά αθθρωποπούλλιν, επειδή η μικρή κουκουβάγια μοιάζει με άνθρωπο στο πρόσωπο και επειδή δεν είναι αδρή. Αδρός είναι ο μπούφος, το μεγαλύτερο νυκτόβιο αρπακτικό της Ελλάδας που μπορεί να φθάσει τα 75εκ. ύψος. Δεν τον ονομάζουμεν όμως ούτε αθθρωποπούλλιν ούτε αδροποπούλλιν (διότι… δεν ενδημεί στην Προομηρικά Ελληνική Κύπρο).
Θα προσπαθήσω να ετοιμάσω έναν ετυμολογικό λεξικό της Γνήσιας Κυπριακής Τοπολαλιάς, βασισμένο στην Προομηρική και γενικά Ελληνική Μας Γλώσσα, απαλλαγμένο από τους ελάχιστους χυδαιοβαρβαρικούς Ρύπους των… Αγγλοναζί και Τουρκοναζί Κατακτητών.
Η Καταγωγή του ονόματος «Ηρακλής»
Αποκάλυψη μετά από χιλιάδες χρόνια; Ίσως.
Στις σελίδες 107 και 109 του βιβλίου «Κρατύλος», υπάρχει ο εξής διάλογος μεταξύ του Ερμογένη και του Σοφού Σωκράτη.
ΕΡΜ.: «… Ο «ήρως» όμως τι θα μπορούσε να σημαίνει;».
ΣΩ.: «Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τούτο. Γιατί λίγο έχει παραποιηθεί το όνομά τους, που φανερώνει τη δημιουργία τους από τον έρωτα.»
ΕΡΜ.: «Τι εννοείς;»
ΣΩ.: «Δεν ξέρεις πως οι ήρωες είναι ημίθεοι;»
ΕΡΜ.: «Και λοιπόν;»
ΣΩ.: «Όλοι γεννήθηκαν από έρωτα θεού με θνητή ή θνητού με θεά. Αν το εξετάσεις σύμφωνα με την αρχαία Αττική διάλεκτο, σίγουρα θα καταλάβεις. θα δεις δηλαδή ότι παράγεται από την ονομασία του έρωτα, από την οποία γεννήθηκαν οι ήρωες, με μικρή μεταβολή για χάρη της λέξης…».
Στη σελίδα 191 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Στο παρελθόν δεν χρησιμοποιούσαμε το ήτα αλλά το ε.»
Έρως → Ήρως
Ερωκλέ(ο)ς → Ηρακλής
Η προομηρική λέξη «κλέος» σημαίνει μεταξύ άλλων φήμη αγαθή, δόξα. Ο Ηρακλής ήταν ο καρπός του έρωτα του Δία με την Αλκμήνην. Ο Ηρακλής είναι το αποτέλεσμα της αποθέωσης του Έρωτα. Το όνομα «Ηρακλής» ετυμολογικά σημαίνει, «δόξα (Αποθέωση) του Έρωτα» και όχι φυσικά, «δόξα της Ήρας», αφού η θεά αυτή τον κατέτρεξε…
Το όνομα Ηρακλής όμως, ίσως να έχει ακόμα αρχαιότερη καταγωγή. Στη σελίδα 167 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Πατέρας της Επιστήμης της Γλωσσολογίας Σωκράτης, λέει τα εξής: «… Γνωρίζεις πως οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν πολύ το γιώτα… Σήμερα λοιπόν αντί του γιώτα είναι σε χρήση το ήτα ή το ε…», ενώ στη σελίδα 169 υποδεικνύει, «… αν στη θέση του ε βάλεις το γιώτα, όπως στα παλιά χρόνια…»
«Ηρακλής» ← «Ερωκλής» ← «Ιρακλής» ή «Ιροκλής» («Ιεροκλής»)
Ανοίγωντας το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου στη λέξη «ιρά» ή «ιρόν», σε παραπέμπει στη λέξη «ιερός». Η προομηρική λέξη «ιερός» σημαίνει, «ιερός», «αφιερωμένος σε θεό», αλλά και «ισχυρός», «ρωμαλέος» όπως ήταν ο Ηρακλής, σημαίνει επίσης και «ταχύς», «ευκίνητος», «θεός». Ο Ημίθεος (Θεάνθρωπος) Ηρακλής ήταν γιος θνητής και του Πατέρα Θεών και Ανθρώπων Δία.
Αποκάλυψη μετά από 2500 περίπου χρόνια; Ίσως.
Μέσα σε λίγες γραμμές, με μιαν ουσιαστικά λέξη, ο Σοφός Σωκράτης καταρρίπτει πριν 2,500 περίπου χρόνια, τις σχετικά πρόσφατες θεωρίες περί κοινής καταγωγής των Ελλήνων με τους Ινδοευρωπαίους και περί συγγένειας της Ελληνικής Γλώσσας με την Ινδογερμανική γλώσσα. Τις θεωρίες αυτές ασπάζονται αρκετοί ξένοι, μεταξύ των οποίων και Φιλέλληνες… Γερμανοί…, προσπαθώντας να συμμεθέξουν και να αντλήσουν αίγλη από το Μεγαλείο του Ελληνικού Πολιτισμού. Τις θεωρίες αυτές ασπάζονται μέχρι σήμερα, ακόμα και Ελληνικής Καταγωγής Γερμανομορφωμένοι καθηγητές, οι οποίοι θεωρούν σαν θέσφατα, όλα όσα διδάχθηκαν στα γερμανικά πανεπιστήμια.
Στη σελίδα 191 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης μιλώντας για την λέξη «κίνηση» λέει τα εξής: «… Η προέλευσή της είναι από το «κίειν» - ξενική λέξη – και σημαίνει «ιέναι» (πορεύομαι). Αν λοιπόν μπορούσε κάποιος να βρει το παλαιό της ταιριαστό στη γλώσσα μας όνομα, «έσις» θα ονομαζόταν. τώρα όμως από το ξενικό «κίειν» και με την αλλαγή του ήτα και με την παρεμβολή του νι ονομάστηκε «κίνησης».»
Εάν ο Σωκράτης πριν 2500 χρόνια, διέθετε έναν αντίστοιχο του «ομηρικού λεξικού» του Κώστα Παπαγεωργίου σημαντικότατο εργαλείο, θα παρατηρούσε, ότι ναι μεν δεν υπήρχε καταχωρημένη η λέξη «κίνηση» αυτή καθεαυτή, υπάρχουν όμως οι προομηρικές λέξεις «κινέω» που σημαίνει θέτω σε κίνηση, κινώ, και «κίνυμαι» που σημαίνει μεταξύ άλλων τίθεμαι σε κίνηση. Κατά συνέπεια η λέξη «κίνηση» την οποία ο Σωκράτης θεωρεί ξενική μάλλον προέκυψε από τις προομηρικές λέξεις «κινέω» και «κίνυμαι». Ταυτόχρονα ο Σωκράτης ενώ παραδέχεται ότι το ««κίειν» - ξενική λέξη…» … «σημαίνει «ιέναι» (πορεύομαι)», ψάχνει να βρει το παλαιό «ταιριαστό στη γλώσσα μας όνομα…». Και όμως αυτό το «ιέναι» (πορεύομαι) ίσως είναι απαρέμφατο του προομηρικού ρήματος «είμι» που σημαίνει πηγαίνω, προχωρώ, μεταβαίνω, διευθύνομαι. Ίσως φυσικά επειδή ο Σωκράτης στο σχετικό απόσπασμα μιλά και για το γράμμα «ρω» (Ρ) το οποίο του «φαίνεται σαν όργανο της κίνησης στο σύνολό της,…», να έψαχνε για εκείνη την πανάρχαια λέξη, που να διέθετε το γράμμα «ρω» (Ρ) της ροής, όπως π.χ. η λέξη «ρώομαι», που σημαίνει κινούμαι ταχέως, σπεύδω. Αν δεχθούμε την επικρατούσα άποψη, ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια γράφτηκαν από τον Όμηρο και όχι προγενέστερα, οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο Όμηρος για να γράψει τα έργα του, ήσαν λέξεις που σίγουρα προϋπήρχαν, άλλες εκατοντάδες χρόνια και άλλες χιλιάδες χρόνια πριν γεννηθεί. Όσο παλαιό όμως και να είναι το λεξιλόγιο του Ομήρου και πάλιν δεν είναι αρκετό σαν επιχείρημα, για να απορρίψει κάποιος την άποψη του Σωκράτη, ότι η λέξη «κίνηση» ή έστω η ρίζα της, είναι ξεκινή. Κατά συνέπεια ας δεχθούμε χάριν συζητήσεως, ότι η λέξη «κίνηση» είναι ξενική.
Λίγο πιο κάτω ο Σωκράτης λέει τα εξής: «… ονομάστηκε «κίνησις». Έπρεπε πάντως να είναι «κιείνησις».» Αυτό το «κιείνησις», ακούγεται ομόηχο και ίσως έχει κοινές ρίζες με το αντίστοιχο γερμανικό «γκέεν» (gehen). Ας δεχθούμε και πάλιν χάριν συζητήσεως, ότι αυτό το «κιείνησις» - «κίνησις», το πήραμε από εκείνο τον κλάδο της ινδοευρωπαϊκής – ινδογερμανικής φυλής, κατά την διάρκεια του περάσματος (κίνησης) της από την ευρύτερη περιοχή μας, όπως «πήραμε» με το «εσιέκκιπι», το «ασιχτίρ», το «καφκάς» και άλλες παρόμοιες «υψηλού» πνευματικού επιπέδου τουρκικές ίσως λέξεις, από τον τουρκικό «πολιτισμό».
Εάν το «κίειν» είναι ξενική λέξη και έχει κοινή ρίζα με το γερμανικό «gehen», ίσως προέρχεται από τα σανσκριτικά, τα οποία ίσως έφεραν στην Ευρώπη οι πρόγονοι των Τσιγγάνων, Πρωτοτσιγγάνοι, οι Σιγύνοι* ίσως, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, κατά την διάρκεια πανάρχαιων μεταναστευτικών κυμμάτων. Αυτό το «gehen» που υποδηλώνει κίνηση, ίσως υπάρχει και μέσα στην ίδια την λέξη «Τσιγγάνοι». Όπως π.χ. από το προομηρικό ρήμα «άγω» που σημαίνει μεταξύ άλλων οδηγώ, φέρω, τοποθετώ, διευθύνω, προέκυψαν ίσως οι λέξεις «άγιος», «αγυιά», «αγωγιάτης», αλλά ίσως ακόμα και οι «τουρκικές» λεξεις «αγάς», «δερβέναγας», «κεχαγιάς»…
Ίσως δηλαδή οι Γερμανοί σαν φυλή να μην υπήρξαν ποτέ Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, αλλά εξ’ υπαρχής Ευρωπαίοι, οι οποίοι, όταν ήσαν αμόρφωτοι Βάρβαροι υιοθέτησαν αρκετά στοιχεία από την γλώσσα των Πρωτοτσιγγάνων. Κατά συνέπεια μεγαλύτερη γλωσσική συγγένεια, πρώτου βαθμού, προς πείσμα του Τρίτου Ράϊχ, οι Γερμανοί ίσως έχουν με τους πραγματικούς Ινδοευρωπαίους Τσιγγάνους και όχι με τους Αυτόχθονες Έλληνες.
Σημ.*: Λαός κατά το μέσον… της ροής του Ίστρου. Δυστυχώς δεν είχα χρόνο για να αναπτύξω και να αναλύσω την σημαντικότατη σημασία του γράμματος «ρω» (Ρ) σε αυτό το βιβλίο.. Στις 30/9/2011 το παρέδωσα για δακτυλογράφηση. Σήμερα 15.11.2011 είμαι προς το τέλος της δεύτερης διόρθωσης. Για την πρώτη διόρθωση χρειαζόμουν περίπου 90 λεπτά για κάθε δακτυλογραφημένη σελίδα (μια σελίδα του βιβλίου αντιστοιχεί με δύο περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες) για να ελέγξω λέξη προς λέξη όλα όσα επικαλούμαι από τον «Κρατύλον» του Πλάτωνα, από το «ομηρικό λεξικό»… και μήπως διέφυγε κάποια παράγραφος ή κάποια πρόταση κατά την διάρκεια της δακτυλογράφησης, τις οποίες έπρεπε να ξαναγράψω…
Ως εκ τούτου και αν ακόμα η λέξη «κίειν», από την οποία σύμφωνα με τον Σωκράτην προέρχεται η λέξη «κίνηση», είναι ξενική λέξη, (η οποία ίσως προέρχεται από τα σανσκριτικά), ο Σωκράτης με μια μόνο πρόταση και ουσιαστικά με μια μόνο λέξη (την λέξη «παλαιό») καταρρίπτει την θεωρία περί κοινής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας και Ινδογερμανικής φυλής. Η πρόταση κλειδί είναι η εξής: «Αν λοιπόν μπορούσε κάποιος να βρει το παλαιό της ταιριαστό στη γλώσσα μας όνομα, «έσις» θα ονομαζόταν…»
Με μια πρόταση, ο Σωκράτης καταρρίπτει την θεωρία περί ινδοευρωπαϊκής καταγωγής της Ελληνικής Γλώσσας και της ινδογερμανικής καταγωγής των Ελλήνων. Ο Σωκράτης μιλά ξεκάθαρα για το παλαιό (προγενέστερο του «κίειν») ταιριαστό στη γλώσσα της Φυλής μας όνομα. Μιας φυλής που αποτελείτο τότε από τα Πρωτοελληνικά Φύλα, τα οποία προϋπήρχαν εδώ, πριν περάσουν περαστικοί από τον βιότοπο της Φυλής, οι Πρωτοτσιγγάνοι και τα άλλα ίσως ινδοευρωπαϊκά φύλα, που κατευθύνθηκαν προς την Κεντρική Ευρώπη…
Επίλογος;
Εάν με ρωτούσε κάποιος, ποιο είναι κατά την άποψή μου, το σημαντικότερο γράμμα, των ευρωπαϊκών τουλάχιστον αλφαβήτων, όσον αφορά την εις βάθος ερμηνεία των λέξεων, θα του έλεγα χωρίς δισταγμό, ότι είναι το γράμμα «ρω» (Ρ) της ζωής, το «ρω» (Ρ) της κίνησης, το «ρω» (Ρ) της ροής, το «ρω» (Ρ) του τρέχω, το «ρω» (R) του run, το «ρω» (R) του rennen…
Παρόλο που αφού μελέτησα, για πρώτη φορά πριν δυόμιση περίπου χρόνια το βιβλίο «Κρατύλος» του Πλάτωνα, οι προβληματισμοί μου ξεκίνησαν από το γράμμα «ρω» (Ρ) της ροής, το οποίο για μένα ήταν και είναι το πιο εύκολο και το πιο κατανοητό όσον αφορά την ουσία και τις σημασίες του, λόγω άλλων προτεραιοτήτων, δεν μπόρεσα να ενσωματώσω σε αυτή την εργασία εκτενήν ανάλυση για το σημαντικότατο αυτό γράμμα, σε αντίθεση με άλλα γράμματα. Το Ελληνικό γράμμα «ρω» (Ρ) είναι ίσως παγκοσμίως το πιο ξεκάθαρο γράμμα για την Επιστήμη της Γλωσσολογίας. Αυτό σημαίνει, ότι το γράμμα «ρω» (Ρ) είναι ένα Κλειδί για την αποκρυπτογράφηση – ετυμολογία λέξεων, αλλά ακόμα και για την ερμηνεία άλλων γραμμάτων του Ελληνικού (και όχι μόνο) αλφαβήτου.
Θα δώσω ένα παράδειγμα. Η λέξη «κατάρα» προέρχεται από το προομηρικό ρήμα «καταράομαι»* που σημαίνει καταριέμαι.
Σημ.*: Η προομηρική λέξη «καταράομαι» που σημαίνει καταριέμαι, ίσως προέρχεται από την «ευχή», για να πάρει κάποιος την κάτω ροή. «Αποδός ω κατάρατε τα πορθμεία» (Χάροντας προς Μένιππο).
Τόσο η λέξη «κατάρα» όσο και το «καταράομαι» προέρχονται από το βάζω «αρά κατά τινός» ή πιο ορθά «αράομαι (εύχομαι…) κατά τινός». Το «καταράομαι» προέρχεται από το «αράομαι» που σημαίνει μεταξύ άλλων προσεύχομαι, εύχομαι, ζητώ. Το «αράομαι» προέρχεται από το «αρή» που σημαίνει προσευχή, παράκληση, κατάρα, βλάβη, κακό, όλεθρος. Η λέξη «αρή» ίσως προέκυψε από το άλφα το στερητικό και το «ρέω» και σημαίνει την αρνητική ευχή (κατάρα), να στερηθεί δηλαδή κάποιος τον ευνοϊκό ρουν των πραγμάτων, ή ακόμα και τον ρουν της ζωής του. Αναλυτικότερα με την βοήθεια της ερμηνείας των γραμμάτων όπως την παρέδωσε ο Σωκράτης, το πρώτο γράμμα της λέξης «αρή» είναι ίσως το στερητικό άλφα και η ουσία της «προσευχής» – κατάρας (και η κατάρα είναι «προσευχή»), το γράμμα «ρω» (Ρ) της λέξης «αρή» συμβολίζει την κίνηση (ροή), ενώ το «ήτα» (Η) συμβολίζει το μήκος (διάρκεια…). Η προομηρική λέξη κατάρα (αρή) ουσιαστικά σημαίνει «άνευ ροής διαρκείας» ή απλά «να ξεράνει» (να μην ρέει μέσα του… η ζωή). Κάποιοι ηλικιωμένοι σήμερα εύχονται ακριβώς το αντίθετο όταν λένε π.χ.: «Ο Θεός να μου αφαιρεί μέρες και να του δίνει χρόνια».
Από την λέξη «αρή» που σημαίνει προσευχή και κατάρα ίσως προέκυψε και το όνομα του Θεού του πολέμου Άρη. Ο πόλεμος αυτός καθ’ εαυτός επισωρεύει βλάβες, κακά… ταυτόχρονα στον Άρη και στην πολεμική θεά της Σοφίας Αθηνά (Παλλάς, Πρόμαχος, Νίκη) προσεύχονταν οι Έλληνες όταν επρόκειτο να εκστρατεύσουν ή και να αμυνθούν κατά των εχθρών.
Στις σελίδες 157 και 159 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης δίνει μιαν εξαιρετικήν ερμηνείαν της λέξης αρετή. Χρησιμοποιώντας όμως κάποιος την ερμηνεία των γραμμάτων, όπως ο ίδιος ο Σωκράτης παρέδωσε, δικαιούται να υποθέσει, ότι εφόσον η αρετή, σύμφωνα με τον Σωκράτην, είναι το αντίθετο της κακίας («Κρατύλος», σελ. 157), ίσως η λέξη «αρετή» να προέκυψε από την λέξη «αρή» που σημαίνει μεταξύ άλλων «κακό», διά της προσθήκης του γράμματος «ταύ» (Τ). Στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης ερμηνεύει τη σημασία του γράμματος «ταυ» (Τ) λέγοντας τα εξής: «Επειδή με το δέλτα η γλώσσα πιέζεται ενώ με το ταυ αντιστέκεται, φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμή τους χρήσιμη για τη δήλωση του «δεσμού» και της «στάσεως».». Το γράμμα «ταυ» (Τ) της λέξης αρετή ίσως συμβολίζει την αντίσταση στο άνευ ροής κακό (αρή) και κατά συνέπεια, διευκολύνει «το ακωλύτως αεί ρέον» (την απρόσκοπτη και ανεμπόδιστη συνεχή ροή), όπως σημαίνει η λέξη «αρετή», σύμφωνα με τον Σωκράτην («Κρατύλος» σελ. 159).
Υπάρχει μια λέξη κλειδί που αρχίζει από το γράμμα «ρω» (Ρ) και με την βοήθεια της οποίας μπορούν να ερμηνευτούν πολλές λέξεις που διαθέτουν το γράμμα «ρω» (Ρ). Αυτή είναι η λέξη «ροή». Ανάλογες λέξεις κλειδιά ίσως υπάρχουν και για λέξεις που αρχίζουν από άλλα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου.
Το γράμμα «φει» (Φ) ίσως είναι μαζί με το γράμμα «όμικρον» (Ο) και το γράμμα «γιώτα» (Ι), από τα αρχαιότερα γράμματα του σημερινού ελληνικού αλφαβήτου. Ίσως είναι κατάλοιπα μιας προγενέστερης συμβολικής – παραστατικής, «ιερογλυφικής» ελληνικής γραφής. Ίσως το ίδιο το γράμμα «φει» (Φ) να συμβολίζει το φυτό και η σημαντικότερη λέξη για το γράμμα αυτό να είναι το προομηρικό ρήμα «φύω» που σημαίνει γεννώ, βγάζω, γεννώμαι, βγαίνω, φυτρώνω.
Ο τρόπος γραφής του γράμματος «φει» (Φ) ίσως να προέκυψε από το σχήμα που παίρνουν τα φουσκωμένα μάγουλα, όταν φυσούμε, όχι με τον εκλεπτυσμένο τρόπο που φυσούμε για να.. κρυώσει ο καφές, αλλά με τον κλασσικό – πρωτόγονο τρόπο που «ποφυσούμε» … Ίσως όμως ο κύκλος του γράμματος «φει» (Φ) να αναπαριστά απλώς το σχήμα («όμικρον») που παίρνουν τα χείλη μας όταν φυσούμε, ενώ η γραμμή που τέμνει τον κύκλο κάθετα («γιώτα») να συμβολίζει το ρεύμα αέρος που εξέρχεται από το στόμα μας όταν φυσούμε.
Εάν το γράμμα «όμικρον» (Ο) γράφεται όπως γράφεται, διότι τα χείλη μας όταν το προφέρουν σχηματίζουν κύκλο, τότε το γράμμα «όμικρον» (Ο) είναι ίσως από τα αρχαιότερα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου. Ίσως κάποια άλλα γράμματα όπως π.χ. το γράμμα «βήτα» (Β), να σχηματίστηκαν με βάση τον τρόπο σχηματισμού του γράμματος «όμικρον» (Ο). Ενώ όταν προφέρουμε το γράμμα «όμικρον» (Ο) τα χείλη μας σχηματίζουν κύκλο, εάν στη συνέχεια προφέρουμε το γράμμα «βήτα» (Β), τότε ο κύκλος που είχαν σχηματίσει τα χείλη μας χάνεται και τα κάτω χείλη πλησιάζουν τα άνω χείλη ακουμπώντας στα δόντια. Εάν την ώρα που αφήνουμε να βγει από το στόμα μας το βοητό του γράμματος «βήτα» (Β) κοιτάξουμε στον καθρέφτη, θα προσέξουμε ότι εκείνη την ώρα τα άνω χείλη μαζί με τα κάτω χείλη σχηματίζουν ένα ξαπλωμένο γράμμα «βήτα» (Β), με τα άνω χείλη να σχηματίζουν τις καμπύλες του γράμματος «βήτα» (Β), αφήνωντας ένα μικρό άνοιγμα για να φύγει το βουητό του γράμματος «βήτα» (Β). Μια σημαντική λέξη κλειδί για το γράμμα «βήτα» (Β) είναι ίσως το προομηρικό ρήμα «βοάω» που σημαίνει φωνάζω, μυκώμαι, μουγκρίζω, αντηχώ, και η λέξη «βοή», που σημαίνει κραυγή, βοή. Στο «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου διαβάζουμε για την λέξη «βοηθόος» τα εξής: «βοηθόος-ον (βοή + θέω, όθεν θοός = ταχύς) = ορμητικός, πολεμικός (κυρίως αυτός προστρέχει στην κραυγή των μαχομένων)…» Από την προομηρική λέξη «βοηθόος» προέκυψε μάλλον η σημερινή λέξη «βοηθός» με την ευρύτερη σημασία.
Στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Τη γλώσσα που γλιστράει συγκρατεί η δύναμη του γάμμα…», χωρίς να λέει όμως που ακριβώς οφείλεται «η δύναμη του γάμμα». Τρεις γραμμές προηγουμένως ο Σωκράτης μιλά για «το γλίστρημα της γλώσσας στο λάμδα», ενώ μια γραμμή μετά την αναφορά του για την «δύναμη του γάμμα», αναφέρει τρεις λέξεις που αρχίζουν με τα γράμματα «γάμμα» και «λάβδα» («γλίσχρον», «γλυκύ», «γλοιώδες»). Όταν προφέρουμε λέξεις όπως το «ολισθαίνειν» που διαθέτουν το γράμμα «λάβδα», η γλώσσα κυλά ελεύθερα στο στόμα. Η δύναμη του γάμμα στην οποίαν αναφέρεται ο Σωκράτης, οφείλεται στο ότι, όταν προφέρουμε το γράμμα «γάμμα» (Γ), η ελεύθερη στο στόμα γλώσσα κάνει μιαν σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση προς τα πίσω.
Όσον αφορά τις τρεις λέξεις που αναφέρει ο Σωκράτης («γλίσχρον», «γλυκύ», «γλοιώδες»), νομίζω ότι δεν ήσαν τα καλύτερα παραδείγματα για να φανεί η δύναμη του γάμμα. Νομίζω ότι σε αυτές τις τρεις λέξεις («γλίσχρον», «γλυκύ», «γλοιώδες») φαίνεται περισσότερο η δύναμη του «λάβδα» (Λ) που ελευθερώνει την γλώσσαν από τον δεσμό του «γάμμα» (Γ). Νομίζω ότι η «δύναμη του γάμμα» φαίνεται καλύτερα σε π.χ. σχετικά δυσεύρετες λέξεις, στις οποίες το γράμμα «γάμμα» (Γ) ακολουθεί π.χ. το γράμμα «λάβδα» (Λ), όπως π.χ. στη λέξη «άλγος».
Στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Επειδή… η γλώσσα… με το ταυ αντιστέκεται, φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμή τους χρήσιμη για τη δήλωση… της «στάσεως».» Το γράμμα «ταυ» (Τ) ίσως απεικονίζεται όπως τις προειδοποιητικές πινακίδες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας για τους αδιέξοδους δρόμους, διότι αντιστέκεται π.χ. στη σημασία του γράμματος γιώτα (Ι). «Το γιώτα χρησιμοποιεί για όλα τα λεπτά πράγματα, τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν διά μέσου όλων των όντων. Γι’ αυτό και το «ιέναι» και το «ίεσθαι» (ρίχνομαι) τα μιμείται με το γιώτα…», λέει ο Σωκράτης στη σελίδα 193 του βιβλίου «Κρατύλος».
Η Τροία ονομαζόταν και Ίλιον. Το όνομα Τροία ίσως το απέκτησε μετά που δυνάμωσε σαν πόλη και άρχισε να παρακωλύει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα (ροή) στα Δαρδανέλλια. Τρώες ίσως είναι αυτοί που δημιουργούσαν πρόβλημα («αντιστέκονταν») στην ελεύθερη ροή των πλοίων στα Δαρδανέλια, ενώ στην συνέχεια αντιστάθηκαν και κατά των Δαναών στην Τροία. Τροία ουσιαστικά ίσως σημαίνει οχυρό (οχυρωμένη πόλη). Η πλέον ακραία στάση και αντίσταση είναι το Τέλος, το Τέρμα… ο Τάρταρος*, πιο κάτω από τον Άδη, όπου βρίσκονται Τιμωρημένοι και οι στασιαστές Τιτάνες αλλά και ο Τιτυός και ο Τάνταλος. Τάρταρος ίσως σημαίνει στάση και αντίσταση κάθε ροής… Κόλαση δηλαδή.
Σημ.*: Η λέξη «Τάρταρος» ίσως προέρχεται από την προομηρική λέξη «τάρβος» που σημαίνει τρόμος, φόβος. Η λέξη «τάρβος» ίσως προέρχεται από την λέξη «έρεβος» που σημαίνει τα σκότη του Άδη, ο Άδης.
Το γράμμα «ωμέγα» (Ω) ίσως γράφεται όπως γράφεται, διότι, όπως με το γράμμα «όμικρον» (Ο) τα χείλη σχηματίζουν κύκλο, έτσι και αυτό είναι ένα παρατεταμένο φωνητικά μακρόσυρτον «όμικρον» (Ο), το οποίο γράφεται σαν δύο «όμικρον» (Ο) κολλημένα. Απόδειξη ή έστω ένδειξη, είναι η διατήρηση της ηχητικής του στην κλητική πτώση της καθαρεύουσας μέχρι σχετικά πρόσφατα. «Ω (ο…ο…οο…οο…) άνδρες Αθηναίοι».
Στο προηγούμενο βιβλίο μου «Ο Χαιρέκακος…», που «κυκλοφόρησε» πριν λίγους μήνες, τον Απρίλιο του 2011, έγραφα στην σελίδα 19 τα εξής: «Εάν με ρωτήσει κάποιος ποιο είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω μελετήσει μέχρι σήμερα, σίγουρα, χωρίς δεύτερη σκέψη μέσα στην πρώτη πεντάδα, θα είναι ο Κρατύλος (ή περί ορθότητος ονομάτων) του Πλάτωνα…». Έκτοτε δώρησα σε Λευκωσία…Λεμεσό…Λάρνακα… Πάφο… πολλές εκατοντάδες. Ίσως κάποιοι από τους ελάχιστους ποιοτικούς βιβλιόφιλους ενδιαφέρθηκαν και διάβασαν το βιβλίο του Πλάτωνα. Ίσως κάποιοι από αυτούς που μελέτησαν το βιβλίο του Πλάτωνα να διερωτήθηκαν για ποιον λόγο θεωρεί ο Χάρης το βιβλίο εκείνο σαν έναν από τα καλύτερα… Θέλω να πιστεύω ότι αν κάποιοι από τα ίδια αυτά άτομα, διαβάσουν και την παρούσα μελέτη μου πάνω στο βιβλίο «Κρατύλος» (ή περί ορθότητος ονομάτων)» του Πλάτωνα, θα συμφωνήσουν τουλάχιστον μαζί μου, ότι το βιβλίον αυτό του Πλάτωνα, εάν δεν είναι το σημαντικότερο, είναι σίγουρα έναν από τα σημαντικότερα βιβλία της Παγκόσμιας Γλωσσολογίας.
Όσον αφορά την μελέτη μου αυτή, θέλω να επαναλάβω αυτό το οποίο λέει ο Ερμογένης στην σελίδα 195 του βιβλίου «Κρατύλος», «… η φράση του Ησιόδου μου φαίνεται σωστή, ότι κάποιος και λίγο στο λίγο αν προσθέτει, όφελος είναι.».
ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΩΚΡΑΤΗ
Ξεκλειδώνοντας την Ελληνικήν Γλώσσαν και την «Ελληνικότερην» (Ελληνικότατην) Προομηρικήν Κυπριακήν Τοπολαλιάν.
Μικρή συμβολή στην ερμηνείαν γραμμάτων και λέξεων της Ελληνικής Γλώσσας και στην αποκρυπτογράφησην ονομάτων της Ελληνικής «μυθολογίας»…
Τιμή €3.
Χάρη Αριστείδου
ΡΙΖΑ
«Πρώτα απ’ όλα το γράμμα ρω μου φαίνεται σαν όργανο της κίνησης στο σύνολό της…»
(Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 191)
Σχόλιο: Το γράμμα «ρω» (Ρ) χαρακτηρίζει την κίνηση του όντος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ρίζας.
«Το γιώτα χρησιμοποιεί για όλα τα λεπτά πράγματα, τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν διά μέσου όλων των όντων».
(Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193)
Σχόλιο: Το γράμμα «ιώτα» (Ι) της λέξης «ρίζα», συμβολίζει τον χώρο που καταλαμβάνει η ρίζα και τα πορίζια της κατά την διάρκεια της διείσδυσης και της εξάπλωσής της.
«… Γνωρίζεις πως οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν πολύ… το δέλτα… Σήμερα λοιπόν… είναι σε χρήση… αντί του δέλτα το ζήτα…»
(Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 167)
«Επειδή με το δέλτα η γλώσσα πιέζεται…, φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμή τους χρήσιμη για τη δήλωση του «δεσμού»…»
(Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193)
Σχόλιο: Εάν το γράμμα «ζήτα» (Ζ) της λέξης «ρίζα» ήταν προηγουμένως «δέλτα», τότε το γράμμα «ζήτα» (Ζ) της λέξης «ρίζα» ίσως δηλώνει την δύναμη του δεσμού της ρίζας.
«Το άλφα πάλι το έβαλε στο «μέγα»…»
(Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193)
Σχόλιο: Το γράμμα «άλφα» (Α) ίσως συμβολίζει το μέγεθος της ρίζας.
ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΩΚΡΑΤΗ
Ο «σκληρός» πυρήνας του Κώδικα…
«Πρώτα απ’ όλα το γράμμα ρω μου φαίνεται σαν όργανο της κίνησης στο σύνολό της…»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 191
«Το γράμμα «ρω», όπως είπα, φάνηκε στον ονοματοδότη πως ήταν αποτελεσματικό μέσο για δήλωση της μετακίνησης. το χρησιμοποιεί άλλωστε σε πολλά σημεία σχετικά. κατ’ αρχάς στο ίδιο το «ρέω» και στη «ροή» μ’ αυτό μιμείται την κίνηση, μετά στη λέξη «τρόμος» και στο «τρέχω»…»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 191
«Το γιώτα χρησιμοποιεί για όλα τα λεπτά πράγματα, τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν διά μέσου όλων των όντων».
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193
«…με το φι και το ψι, το σίγμα και το ζήτα, επειδή όταν τα προφέρουμε δημιουργούμε αέρα, έχει ονομάσει με τα γράμματα αυτά όλα τα τέτοιου είδους πράγματα, όπως το «ψυχρόν» και το «ζέον» και το «σείεσθαι»… Όταν μάλιστα θέλει να μιμηθεί το φύσημα, αυτά τα γράμματα φαίνεται ότι χρησιμοποιεί ο ονοματοθέτης.»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193
«Επειδή με το δέλτα η γλώσσα πιέζεται ενώ με το ταυ αντιστέκεται, φαίνεται ότι θεώρησε τη δύναμή τους χρήσιμη για τη δήλωση του «δεσμού» και της «στάσεως».»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193
«Παρατηρώντας το γλίστρημα της γλώσσας στο λάμδα, το χρησιμοποίησε για να ονομάσει το «λείον» και το ίδιο το «ολισθαίνειν»… Τη γλώσσα που γλιστράει συγκρατεί η δύναμη του γάμμα, και γι’ αυτό με τούτο απομιμήθηκε το «γλίσχρον» και το «γλυκύ» και το «γλοιώδες».»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193
«Και όταν παρατήρησε την προς τα μέσα κατεύθυνση της φωνής με το νι, ονόμασε με τούτο το «ένδον» και το «εντός», σαν να ήθελε με τα γράμματα να μιμηθεί τις ενέργειες.».
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193
«Το άλφα πάλι το έβαλε στο «μέγα» και το ήτα στο «μήκος», επειδή είναι γράμματα μακρά.»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193
«Στο «γογγύλο» (στρογγυλό), επειδή χρειαζόταν το ο, αυτό πιο πολύ χρησιμοποίησε.»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 193
«Έλα λοιπόν, νομίζεις πως σωστά λέμε ότι το γράμμα ρω ταιριάζει στην κίνηση, τη μετατόπιση και τη σκληρότητα, ή όχι;»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 215
«Και ότι το λάμδα ταιριάζει με το λείο και το μαλακό και όσα λέγαμε τώρα;»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 215
«… το άλφα σε πολλές περιπτώσεις σημαίνει το «ομού»…»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 129
«… Δημιουργήθηκε από την αρμονία και την έκταση του ο.»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 159…161
«…Γνωρίζεις πως οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν πολύ το γιώτα και το δέλτα … Σήμερα λοιπόν αντί του γιώτα είναι σε χρήση το ήτα ή το ε και αντί του δέλτα το ζήτα, σαν τάχα μεγαλοπρεπέστερα».
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 167
«Στο παρελθόν δεν χρησιμοποιούσαμε το ήτα αλλά το ε.»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 191
«…τότε χρησιμοποιούσαμε το ο αντί του ω…»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 173
Σωκράτης: «Γιατί όμως, επειδή το ρω και το σίγμα τυχαίνει να είναι όμοια ή όχι;»
Κρατύλος: «Επειδή είναι όμοια.»
Σωκράτης: «Στ’ αλήθεια είναι ως προς όλα όμοια;»
Κρατύλος: «Ίσως στο ότι φανερώνουν κίνηση.»
Σωκράτης: «Και όταν προστίθεται το λάμδα; Δεν δηλώνει το αντίθετο της σκληρότητας;»
«Κρατύλος», σελ. 217
«…με πρόσθεση, για λόγους ευφωνικούς, της δύναμης του κάππα.»
Σωκράτης, «Κρατύλος», σελ. 151
αροθυμώ
Η λέξη «αροθυμώ», της Κυπριακής Τοπολαλιάς σημαίνει φοβούμαι. Στο «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου διαβάζουμε ότι, η προομηρική λέξη «θυμός», μεταξύ άλλων σημαίνει «ψυχή». Η λέξη «αροθυμώ» ίσως προέρχεται από το: «Άνευ ροής θυμού», δηλαδή χωρίς ψυχή (με φόβο). Ανάλογη μεταγενέστερη λέξη είναι το «λλιοψυχώ» (ολιγοψυχώ, ίσως σταδιακά από το λιποψυχέω), ενώ αυτός που αροθυμά, ο άνευ ροής θυμού, ονομάζεται λλιόψυχος (ολιγόψυχος, λιπόψυχος).
Με τον «κλασσικό» τρόπον ετυμολογίας των λέξεων, το «αροθυμώ» ίσως προέκυψε από τις λέξεις «αείρω» και «θυμός». Για την λέξη «αείρω» το «ομηρικό λεξικό» του Κώστα Παπαγεωργίου γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «αείρω, ιων. και ποιητ. αντί του αίρω… = σηκώνω… αφαιρώ…»
Πανάρχαιο, Προομηρικό, Αρχαιοκυπριακό (Αρχαιοελληνικό δηλαδή) «αροθυμώ» της Γνήσιας Κυπριακής Τοπολαλιάς.
Ακόμα μια Αποκάλυψη; Ίσως.
Πριν αρκετά χρόνια, διάβασα σε κάποιο βιβλίο, ότι ο λόγος που γράφουμε το γράμμα «όμικρον» (Ο), όπως το γράφουμε, είναι διότι τα χείλη μας όταν το προφέρουν σχηματίζουν κύκλο. Στην σελίδα 181 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Επειδή όμως και με τη φωνή και τη γλώσσα και το στόμα θέλουμε να φανερώσουμε κάτι, άραγε ό,τι προέρχεται από αυτά δεν θα φανερώνει αυτά, αφού με τα μέσα τούτα μιμούμαστε τα όντα;» Από αυτό το μικρόν απόσπασμα, σε συνδυασμό με έναν άλλο μικρόν απόσπασμα στη σελίδα 191 του βιβλίου «Κρατύλος», μπορεί να εξαχθεί ίσως, με ποιο τρόπο προέκυψε ο τρόπος γραφής του γράμματος «ρω» (Ρ). Στη σελίδα 191 του βιβλίου «Κρατύλος», ο Σωκράτης μιλώντας για το γράμμα «ρω» (Ρ) λέει τα εξής: «Όπως νομίζω, παρατήρησε ότι η γλώσσα, όταν προφέρει το ρω, ελάχιστα στέκεται στο γράμμα τούτο αλλά κυρίως κινείται…». Το γράμμα «ρω» (Ρ) δηλαδή ίσως γράφεται όπως γράφεται, διότι εκτός από τον κύκλο που σχηματίζουν τα χείλη μας όταν το προφέρουν, συμμετέχει και η γλώσσα «κροταλίζοντας». Κατά συνέπεια, εκτός από το γράμμα «όμικρον» (Ο) και άλλα γράμματα γράφονται όπως γράφονται για παρόμοιους αναπαραστατικούς λόγους.
Το γράμμα «θήτα» (Θ) π.χ., ίσως γράφεται όπως γράφεται, διότι όταν το προφέρουμε, η γλώσσα μας «τέμνει» τα άνω και τα κάτω χείλη. Παρόμοιοι λόγοι ισχύουν και για τον τρόπο γραφής του γράμματος «βήτα» (Β), του γράμματος «φει» (Φ), αλλά και για τον τρόπο γραφής του γράμματος «άλφα» (Α) σε σχέση με το γράμμα «δέλτα» (Δ) του δεσμού κ.ο.κ….
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Leave a comment: